ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
60 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΝΟΜΗ ΤΟΥ ΒΡΑΒΕΙΟΥ ΝΟBEL
ΣΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΣΕΦΕΡΗ (1963-2023)
υπό Δρ. Φιλ. Μαρίας – Ελευθερίας Γ. Γιατράκου
Το θεωρώ τόλμημα, αν όχι ύβρη, με την αρχαία πάντοτε έννοια, να ασχοληθώ με έναν γίγαντα ποίησης του αναστήματος του Νομπελίστα ποιητή μας Γ. Σεφέρη. Τόσον όμως η ευαισθησία μου, ως Φιλολόγου προς τη γραφίδα του, όσον επίσης η συγκίνηση με αφορμή την καταγωγή του από την Ιωνική μας Σμύρνη, με κίνησαν στην προσπάθειά μου αυτή. Εξάλλου το έτος 2023, 60 χρόνια από την απονομή του βραβείου NOBEL Λογοτεχνίας, θα είναι ένα αφιέρωμα στη μνήμη του.
Πριν ξεκινήσω την προσπάθεια μου, θα ήθελα να ομολογήσω το δέος που με διακατέχει για το γιγάντιο σεφερικό έργο και για την μεγάλη βιβλιογραφία γύρω από το έργο αυτό, η οποία ομοιάζει προς χιονοστιβάδα, που συνεχώς αυξάνει, όσο κυλινδούται στη ροή του χρόνου.
Θα ήθελα να συντονίσω την φωνή μου προς την επιθυμία του, όπως διαφαίνεται μέσα από τους στίχους του, στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄, «Δεν θέλω τίποτε άλλο», έγραφε, «παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη…»
Έτσι, λοιπόν, απλά κι ανεπιτήδευτα κατά την επιθυμία του, θα προσπαθήσω να χαράξω λίγες γραμμές.
Γεννημένος στη Σμύρνη ο Γ. Σεφέρης, σε χρόνο δίσεκτο, 29 του Φλεβάρη του 1900, εξήντα χρόνια μετά την αρχή του αιώνα μας, γιόρταζε κάθε τέσσερα χρόνια τα γενέθλιά του.
Ο Γ. Σεφέρης προέρχεται από οικογένεια λογίων. Ήταν γιος του Σμυρναίου Στέλιου Σεφεριάδη, Πανεπιστημιακού Καθηγητή-Διεθνολόγου, Ακαδημαϊκού και ποιητή. Η μάνα του, η Δέσπω, το γένος Τενεκίδη Γεωργίου, ήταν μια γυναίκα βιβλική. Η αδελφή του, Ιωάννα Τσάτσου, την περιγράφει. «Όπως τη βλέπω», έγραψε, «στο περιβάλλον της ομηρικής οικογένειας της Ιωνίας, με την ασάλευτη πίστη της και το φόβο του Θεού, μου θυμίζει μορφές της Παλαιάς Διαθήκης. Προχωρούσε πάντα με την καρδιά της και ποτέ δεν έχανε το δρόμο της. Κόρη του καπετάν Γεωργάκη, πλούσιου γαιοκτήμονα, είχε κληρονομήσει από εκείνον μια πηγαία αγάπη για τη γη[1]». Αδελφή του Γ. Σεφέρη, η Ιωάννα Τσάτσου, ποιήτρια και συγγραφεύς η ίδια και ο μικρότερος αδελφός του, ο Άγγελος, Καθηγητής ποιητής επίσης, που πέθανε μια νύχτα του Γενάρη του 1950, εκεί στην Καλιφόρνια, στο Monterey, διαβάζοντας Πλάτωνα. Το βιβλίο είχε γύρει πάνω του, στη σελίδα του «Φαίδωνα», όπου μιλάει για την αθανασία της ψυχής. Ο Άγγελος δίδασκε ελληνικά στους αξιωματικούς της Στρατιωτικής Σχολής του Monterey. Όλοι τον αγαπούσαν. Πέθανε με τον πιο ήπιο θάνατο του κόσμου, ούτε καν μια πνοή του αγέρα δεν χάνεται. Μια απλή αχτίνα αγάπης, που πάει αλλού[2].
Ο Γ. Σεφέρης, πρωτότοκος γιος της οικογένειας Σεφεριάδη, από την πνευματική αρχοντιά της Σμύρνης, φοίτησε στο Δημοτικό και στο Σχολαρχείο του Ελληνογαλλικού Λυκείου του Χρήστου Ν. Αρώνη, στη Σμύρνη[3]. Στοιχεία πολύτιμα για την εφηβική και νεανική ηλικία του μας παραθέτει ο φίλος του Νικόλαος Χ. Αρώνης, ο οποίος διετέλεσε Νομάρχης Χίου. Ο Νικόλαος, λοιπόν, Αρώνης μας μεταφέρει πληροφορίες από τον πατέρα του, Σχολάρχη και τους δασκάλους του Γ. Σεφέρη και από προσωπική του εμπειρία: «…ο Γιώργος ήταν ένα καλό, ευάγωγο και ευαίσθητο αγόρι που, σαν μαθητής, δεν ξεπερνούσε το μέσο όρο προκοπής και διάκρισης. Καμιά ένδειξη για το ξαφνικό ξεπέταμά του και την κατοτινή μεγαλοσύνη του. Από παιδί, ποτέ δεν συμβιβάστηκε με το θρανίο, σε όλους τους βαθμούς της τυποποιημένης μάθησης. Αντίθετα, αγαπούσε το εξωσχολικό βιβλίο, περισσότερο τους ποιητές. Το καλοκαίρι του 1914, μετά τις εξετάσεις του, έβαλε φωτιά και έκαψε όλα τα σχολικά βιβλία της περασμένης χρονιάς. Τον Σεπτέμβρη θα ‘μπαινε στο Γυμνάσιο. Όμως δεν πρόλαβε να εγγραφεί στη Σμύρνη. Ο πατέρας του, διακεκριμένος νομικός, που είχε αναπτύξει εθνική δράση, φεύγοντας την αβάσταχτη σκλαβιά και την αυξανόμενη καταπίεση, πήρε τη φαμίλια του και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Παράτησε τους φίλους του στη Σμύρνη, τον Ανδρέα Αλευρά, το σημερινό βιομήχανο, τον Τζον Τσουρουκτσόγλου, μεγάλο γιο του Εθνομάρτυρα Νικολάου Τσουρουκτσόγλου, τον Αίσωνα Δημητριάδη της Shell, το Νίκο Χριστοφόρου της Αγροτικής Τράπεζας, κι ακολούθησε την αποδημία.
Αβάσταχτος ο καημός του Σεφέρη, που θάχανε τα όμορφα καλοκαίρια στο οικογενειακό του θέρετρο, τη Σκάλα των Βουρλών[4].
Με την κήρυξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, η οικογένεια εγκαθίσταται, λοιπόν, στην Αθήνα, όπου ο Σεφέρης φοίτησε στο Πρότυπο Γυμνάσιο[5]. Ένας ψυχωμένος καθηγητής του προτύπου τότε Γυμνασίου, ο Γουδής, αξιοποιώντας τη δεκτικότητα και τα ενδιαφέροντα του Γιώργου, μπόρεσε να καλλιεργήσει την προσοχή του στις κλασικές σπουδές.
Ο Ν. Αρώνης, φιλοξενούμενος στο σπίτι του Σεφέρη, στην οδό Κοδρικτώνος 10, θυμάται πόσο στενά ο πατέρας του Γιώργου τον παρακολουθούσε. Έπαιρναν και έδιναν οι διορθωτικές επεμβάσεις του, σκληρές κάποτε, όταν τον υποχρέωνε να ξαναγράψει από την αρχή το γύμνασμα ή την έκθεσή του. Συχνά τα κλάματα του Γιώργου γι’ αυτό.
Ο Γιώργος και η αδελφή του διάβαζαν με πάθος κι απάγγελαν ποιητές, δικούς μας και Γάλλους κλασικούς και ρομαντικούς και στίχους του πατέρα τους, δόκιμου ποιητή, που έγραφε και τύπωνε περίφημες μεταφράσεις του Σοφοκλή και του Βύρωνα. Ποίηση διάβαζε πολύ και η «βιβλική» μητέρα τους, η Δέσπω Σεφεριάδη, που λάτρευε τη ρίμα του Αργύρη Εφταλιώτη. Μαζί με το κυοφορούμενο τάλαντο του Γιώργου για την ποίηση, που οι ριζικές καταβολές του ανήκουν στην πατρική κληρονομιά, στην Ιωνία και βέβαια στη δωρηματική ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του, συνταιριαζόταν και η αγάπη του για τη σοβαρή μουσική[6].
1918. Ο Γιώργος τελειώνει το Γυμνάσιο και εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πολλά τα εξωσχολικά πνευματικά ενδιαφέροντα του Γιώργου. Πέρα απ’ το Σολωμό, Κάλβο, Παλαμά, Corneille, Racine, τον Victor Hugo, τον Edmund Rostand, που τους μάθαινε απέξω, παρακολουθούσε τακτικά τις εσπερινές διαλέξεις, στη Φιλοσοφική Σχολή, του Καθηγητή Γεώργιου Σωτηριάδη, μαθήματα Αρχαιολογίας του Καθηγητή Χρίστου Τούντα, Κυκλικούς ποιητές ή τον Ερωτόκριτο από τον Καθηγητή Σίμο Μενάρδο και τη Λαογραφία το Καθηγητή Νικολάου Πολίτη. Άρχισε να σκαρώνει πρόχειρα στίχους σατυρικούς ή με θεματάκια της επικαιρότητας και με ιδιαίτερη προσοχή στην ομοιοκαταληξία. Πολλά απ’ αυτά χάθηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης[7].
Όμως ο πατέρας του θέλει να σπουδάσει κι ο Γιώργος στη Γαλλία, όπως εκείνος.
Κι η μάνα χωρίς δισταγμό, ξεπούλησε ό,τι υπήρχε στο σπίτι, πήρε τα τρία της παιδιά και μέσα από τα υποβρύχια και τις ναρκοθετημένες θάλασσες, ξεκίνησε για τη Γαλλία[8]. 1918-1924 ο Σεφέρης κάνει νομικές σπουδές στο Παρίσι, στη Νομική Σχολή της Σορβόνης, απ’ όπου θα αποφοιτήσει το 1924 με τον τίτλο του διδάκτορα. Τα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι υπήρξαν πολλαπλώς καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Ήταν η εποχή που το κίνημα του μοντερνισμού, κατ’ εξοχήν στη ζωγραφική και στη λογοτεχνία, βρισκόταν στην ακμή του και οι συζητήσεις για τη διεκδίκηση της αισθητικής πρωτοπορίας κυριαρχούσαν στη γαλλική πνευματική ζωή. Είναι η εποχή του Μπρακ και του Πικάσσο, του Μπρετόν και του Ελυάρ, του Τζόυς και του Προύστ, του Βαλερύ και του Απολιναίρ[9].
1919. Η οικογένεια Σεφεριάδη αποφασίζει να επιστρέψει για καλοκαίρι στην πατρίδα. Τις πρώτες ημέρες της επιστροφής τους φιλοξένησε στο σπίτι του ο θείος Σωκράτης Σεφεριάδης. Παρά την υπόσχεσή του ο Γιώργος δεν ήταν μαζί. Ίσως έμεινε στο Παρίσι για τις εξετάσεις του. Ο ελληνικός στόλος σημαιοστολισμένος, βρισκόταν στο λιμάνι της Σμύρνης. Θωρηκτά, το «ΛΗΜΝΟΣ», το «ΑΒΕΡΩΦ». Αντιτορπιλικά αμέτρητα. Μια θάλασσα πυκνοκατοικημένη όσο και η στεριά. Απ’ την πρώτη στιγμή η μάνα, η Δέσπω Σεφεριάδη, ζήτησε να ασπασθεί το χέρι του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου. Πριν φύγει, εκκλησιαζόταν στην Αγία Φωτεινή που είχε το στασίδι της και τον έβλεπε συχνά. Τον καλούσαν συχνά στο σπίτι. Της είχε χαρίσει κι ένα μικρό Ευαγγέλιο, που ο Γιώργος το είχε πάντα μαζί του. Ο Χρυσόστομος μόλις είχε γυρίσει κι εκείνος από την εξορία του κι έβλεπε με αγαλλίαση τους πιστούς του. [10] Στη σκάλα η μάνα του Σεφέρη ξεκλείδωσε με το μεγάλο κλειδί την εξώπορτα του σπιτιού. Οι εξωτερικοί τοίχοι του ξεθωριασμένοι, ήταν γεμάτοι ακόμη από το Γ.Σ. Ο Γιώργος, στο τελευταίο άσπρισμα, είχε βάλει τα αρχικά του, όπου έφθανε, σκαρφαλώνοντας[11]. Το 1919, ο πατέρας του Γιώργου, Στυλιανός Σεφεριάδης, εξελέγη Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην έδρα του Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου.
Ο Γιώργος ένοιωθε τη σπουδή στα Νομικά, σαν υποχρέωση, σαν προσπάθεια για την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης στον πατέρα, η ψυχή του όμως ήταν πάντα δοσμένη στη Φιλολογία, στη μεγάλη αγάπη για την ποίηση[12]. Κλειδωμένος όλη μέρα στο δωμάτιό του, διάβαζε. Αλλά τι διάβαζε; Όταν του χτυπούσαμε την πόρτα, έχωνε βιαστικά τους αχώριστους ποιητές του, τους παλαιότερους, τον Καβάφη, το Σικελιανό, το Γρυπάρη, το Μαλακάση, μαζί με τους Jean Moreas, Verlaine, Edgar Poe, Bauidelaire, καθώς και τους πρωτοποριακούς που τον σαγήνευαν, Balery, Apollinaire, Breton, Andre Gide, Thomas, Eliot[13].
Σ’ ένα γράμμα του στην αδελφή του Ιωάννα, ο Γιώργος ξανοίγεται και της εμπιστεύεται την αγάπη του για τη Φιλολογία. Η Φιλολογία είναι σαν να του έλεγε: «Εγώ, είμαι εσύ, η ζωή σου. Η Νομική το πινάκιο φακής, που θα σου γεμίσει το στομάχι». Κι όμως, με τη Νομική διακρίθηκε στη διπλωματική καριέρα του, κάτι που δεν ζημίωσε το δεύτερο, τη λογοτεχνία.
Κάθε φορά που αλληλογραφούσε με την αδελφή του την Ιωάννα, εκείνη τον ρωτούσε αν έγραψε κάτι κι εκείνος της απαντούσε: «Στην ποίηση, στην τέχνη γενικότερα, δε φτάνει να γράφεις, πρέπει να σχηματίσεις μια παράδοση κι απάνω αυτού να περπατήσεις… Γαλλικά θα μπορούσα ίσως να γράψω, μα δε θέλω, γιατί αγαπώ την Ελλάδα. Γι’ αυτά όλα πρέπει κανείς να μελετήσει…».
Στην Ελλάδα επιστρέφει το 1925 και τον επόμενο χρόνο διορίζεται υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, αρχίζοντας μια λαμπρή διπλωματική σταδιοδρομία, η οποία κορυφώθηκε, αρκετά χρόνια αργότερα, με την τοποθέτησή του ως πρεσβευτή της Ελλάδας στο Λονδίνο (1957). Υπό την διπλωματική του ιδιότητα βρέθηκε επίσης στην Κορυτσά, στο Κάιρο, στη Βυρηττό, στην Άγκυρα και στο Γιοχάνεσμπουργκ, Πρετόρια και στη νότια Ιταλία, επίσης διαπιστευμένος στη Συρία, Ιορδανία, Ιράκ. Μετά την απελευθέρωση διορίστηκε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα, Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Θα τερματίσει την υπηρεσιακή του σταδιοδρομία ως πρεσβευτής στο Λονδίνο (1957-1962) κατά τα κρίσιμα χρόνια που οδήγησαν στη δημιουργία ανεξάρτητου κυπριακού κράτους.
Το 1941 παντρεύτηκε τη Μαρώ Ζάνου. Παιδιά δεν απέκτησαν[14].
Το Μάρτιο του 1969 έδωσε στη δημοσιότητα «Δήλωση» με την οποία κατήγγειλε το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα από το 1967. Η δήλωση αυτή είχε διεθνή απήχηση. Για την ποίηση και γενικότερα για το σύνολο του ποιητικού του έργου τιμήθηκε στην Ελλάδα με το «Έπαθλο Παλαμά» (1947) και στο εξωτερικό, όπου το έργο του είχε γίνει γνωστό από μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες, το βραβείο Foyle στο Λονδίνο (1961), το Nobel Λογοτεχνίας το 1963. Ο Γ. Σεφέρης αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας φιλολογίας στα Πανεπιστήμια Καίμπριτζ (1960), Θεσσαλονίκης (1964), Οξφόρδης (1964) και Πρίνστον (1965). Είχε επίσης εκλεγεί επίτιμο μέλος της American Academy of Arts and Sciences (1966) και μέλος του Institute of Advanced Studies του Πρίνστον (1968).
Η μάνα του Γ. Σεφέρη, η Δέσπω, άφησε στα παιδιά της μια ανυπολόγιστη κληρονομιά: Την πίστη στην παρουσία του Θεού. Τα δύο αγόρια δεν εκφράζονταν εύκολα. Όμως λίγο να τους γνώριζες, ένιωθες ν’ αναπνέουν αυτή τη παρουσία, να ζουν την ορθοδοξία ολόκληρη. Αυτή η πίστη παραστάθηκε στον Γιώργο ως το τέλος. Κι η προσευχή που γνώρισε παιδάκι ήταν έτοιμη να βρει το δρόμο της. Στις ώρες τις κρίσιμες, στις ώρες τις γόνιμες, την έβλεπε κανείς αυτήν την εκ βαθέων έκκληση ν’ ανεβαίνει στα μάτια του. Μόνο εκείνο το ιερό «Δοσμένα» λέει πολλά. Τόλεγε και τόγραφε ο Γιώργος σε κύριο τίτλο για τους στίχους του.
- Τι καλό ποίημα, «Ο Βασιλιάς της Ασίνης», του έλεγαν. Κι εκείνος απαντούσε,
- Αυτά είναι από το Θεό.
Χαμογέλασε χαρίζοντας τη μετάφραση της Αποκάλυψης στην αδελφή του, Ιωάννα: «Βλέπεις, Ιωάννα, της είπε, καθένας έχει το δικό του τρόπο να κάνει την προσευχή του».
Και στο τέλος, στην αρρώστια του, ακίνητος στο δωμάτιο της ανάνηψης, με το δεμένο του χέρι, αγκάλιασε την αδελφή του με το βλέμμα του. Κι όταν ακόμη μπορούσε να μιλήσει, της έλεγε: «Άναψε το κεράκι σου για μένα»[15].
Η επίσημη εμφάνιση του Σεφέρη στο χώρο της λογοτεχνίας γίνεται το 1931, με την ποιητική Συλλογή «Στροφή». Μέχρι τότε είχε δημοσιεύσει ελάχιστα δείγματα γραφής, παρά το γεγονός ότι η λογοτεχνία τον απασχολεί από τα φοιτητικά του χρόνια. Η σιωπή του κατά τη δεκαετία του 1920 συνιστά μια περίοδο παρατεταμένης προετοιμασίας, κατά την οποία προσπαθεί να αρθρώσει τη δική του ποιητική φωνή, επιδιώκοντας μορφική και εκφραστική αρτιότητα. Η ισχνή από άποψη έκτασης «Στροφή» (περιέχει 13 ολιγόστιχα ποιήματα), είναι πράγματι βιβλίο με πολυδουλεμένους στίχους, σε παραδοσιακή φόρμα, που εκμεταλλεύεται νέες δημιουργικές προεκτάσεις με στιχουργικές δυνατότητες της μέχρι τότε ποίησης[16]. Από τότε ο Σεφέρης καθιερώνει τρισύλλαβο το φιλολογικό του ψευδώνυμο, στη θέση του πεντασύλλαβου πατρικού επωνύμου.
Την πολυπόθητη αλλαγή στην ποίηση έφερε η λυρική «Στροφή». Έξω τα πολλά στολίδια του λόγου, ποιητικού και πεζού, με τα πολλά επίθετα και τις φανταχτερές εκφράσεις. Νέος ποιητικός άνεμος. Νέες ποιητικές μορφές ομορφιάς, δύσκολες στην προσέγγιση και δυσκολονόητες. Θέλγητρο και γοητεία ακαθόριστη φέρνουν στον αναγνώστη οι μυστηριακές έννοιες, το κρυπτικό ύφος, οι νέες αισθητικές αξίες, ο συμβολικός ποιητικός λόγος, με το βαθύ στοχασμό και την αφαίρεση. Πολύ συχνά απρόσιτο, ασύλληπτο το ποιητικό περιεχόμενο, με την αινιγματική εξωλογική διατύπωση. Ισχυρές στάθηκαν στη θεματογραφία του καταγραφές διαχρονικής ελληνικότητας, αγάπης και ανθρωπιάς[17]. Η έκδοση τα «Στροφής» σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, γύρω στα 200, υπήρξε σημαντικό πνευματικό γεγονός της εποχής και προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Όσοι διεφώνησαν με το εγχείρημα του Σεφέρη, όπως ο Άλκης Θρύλος και ο Τάκης Παπατσώνης, υποστήριξαν ότι ο λόγος του είναι διανοητικός και εγκεφαλικός, χωρίς συναίσθημα και αισθητική γνησιότητα.
Αντιθέτως οι υποστηρικτές του υποστήριξαν με θέρμη, ότι με τη «Στροφή» εγκαινιάζεται μια καινούργια εποχή για την ελληνική ποίηση, ότι ο ποιητής διαθέτει εκείνη την ποιητική μοναδικότητα, που είναι απαραίτητη για την ανανέωση της παράδοσης και για την αναμόρφωση του ποιητικού λόγου[18].
Οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του Σεφέρη, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Γιώργος Κατσίμπαλης και ο Ανδρέας Καραντώνης, αντιμετώπισαν την «Στροφή» ως τομή σε σχέση προς μια αδιέξοδη ποιητική πραγματικότητα και συνέχεια και προς μια εύρωστη και γόνιμη παράδοση που εκπροσωπούσε κατά κύριο λόγο ο Κωστής Παλαμάς[19]. Τον επόμενο χρόνο (1932) «Η Στέρνα» ολοκληρώνει την πρώτη φάση της σεφερικής ποιητικής δημιουργίας, λέγεται ότι είναι το αρχιτεκτονικό σύμβολο του θανάτου κατά την άποψη ορισμένων είναι η περιοδική επιστροφή της χαράς και του πόνου, η ποιητική όραση του ζώντος κόσμου.
Η μετέπειτα πορεία του Σεφέρη διασταυρώνεται με την ποίηση του Έζρα Πάουντ και κυρίως του T.S.Eliot, του οποίου ο Σεφέρης μετέφρασε στα ελληνικά την «Έρημη Χώρα» (1936) και άλλα ποιήματα καθώς και το ποιητικό δράμα «Φονικό στην Εκκλησιά» (1963). Ο Σεφέρης απέδωσε στη νεοελληνική γλώσσα το «Άσμα Ασμάτων» (1965), την «Αποκάλυψη του Ιωάννη» (1966), μετέφρασε ποιήματα συγχρόνων Ευρωπαίων και Αμερικανών ποιητών. Πλούσια επίσης είναι και η επιστολογραφία του. Μέχρι σήμερα διαθέτουμε δύο τόμους.
Βαθύς γνώστης της αρχαίας, μεσαιωνικής και νεότερης γραμματείας μας, συλλαμβάνει τη διαχρονική πορεία του Ελληνισμού, στηριζόμενος πάντοτε στις ιστορικές ή μυθικές αντιστοιχίες του παρόντος. Ολόκληρη η ποίησή του διακατέχεται από αυτό που ο ίδιος ονόμασε επιγραμματικά «καημό της ρωμιοσύνης». Εκφράζεται συχνά με αντιθετικά ζεύγη εννοιών, δικαιοσύνη-αδικία, φως-σκοτάδι, τέχνη-καθημερινότητα. Ο πόνος της πατρίδας που αποτυπώνεται στους στίχους του, ανάλογος με εκείνον των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη, δε στενεύει, παρά ταύτα, την οπτική και την ευαισθησία του. «Όπου κι’ αν βρεθώ, η Ελλάδα με πληγώνει». Ο στίχος του αποφθεγματικός, διαχρονικός.
Το «αίτημα της ελληνικότητας» έχει αναπτύξει ο Σεφέρης στο Δοκίμιό του «Διάλογος πάνω στην ποίηση», που απετέλεσε άκρως ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση με τον Κων. Τσάτσο. Λόγιος ποιητής, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές της νεότερης Ελλάδας, διακρίνεται επί πλέον για την έντονη σατυρική του φλέβα (Τετράδιο γυμνασμάτων β), ενώ η πολιτική διάσταση του έργου του, δυσδιάκριτη πριν από τον πόλεμο (όπως στα ποιήματα «Απόφαση της λησμονιάς», «Η τελευταία μέρα», «Άνοιξη μ.Χ.», κ.ά.) γίνεται τολμηρότερη και ευκρινέστερη μετά το 1940, όπως στις συλλογές, «Ημερολόγιο Καταστρώματος β, «Κίχλη…», «Κύπρον ου μ’ εθέστισεν», καθώς και στο ύστατο ποίημά του «Επί Ασπαλάθων». Σήμερα, με την εξαφάνιση αδημοσίευτων έργων του και με τη συνεχιζόμενη έκδοση του προσωπικού του ημερολογίου, μπορούμε να αποφανθούμε ότι το βασικό γνώρισμα της ποιητικής, δοκιμιακής και μεταφραστικής εργασίας του είναι η ενότητα. Στο πρόσωπό του η νεοελληνική γραμματεία αναγνωρίζει έναν από τους κλασικούς του αιώνα μας[20].
Ο τόνος της φωνής του Σεφέρη θα αποκτήσει πράγματι καινοφανείς διαστάσεις, με το μυθιστόρημα. Ο λόγος του λιτός, απέριττος, χωρίς φραστικά στολίδια και καταχρήσεις λεκτικών σχημάτων, που ήταν προσφιλείς στη μέχρι τότε ποιητική παραγωγή. Αντλεί σύμβολα, ονόματα, δάνειες φράσεις από τη μακραίωνη πολιτισμική παράδοση του τόπου μας[21].
Ενδεικτικά αναφέρω στίχους από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.
«…Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές, που σιγά-σιγά βουλιάζει,
Και την τέχνη μας την στολίσαμε τόσο πολύ, που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
Κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος, δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε.»
Ο Δεκαπενταύγουστος της Σκάλας (των Βουρλών) πάντα συγκλόνιζε το Σεφέρη. Εκφράζει σε στίχους, στους οποίους συμπυκνώνεται η πίστη του στην Παναγιά κι’ η νοσταλγία της μάνας και τους στέλλει από το Παρίσι στην αδελφή του την Ιωάννα[22].
6 Απρίλη 1920
Ω Παναγιά, που σαν παρακαλώ
συλλογιέμαι τη μάνα μου.
Ω! Παναγιά λυπήσου τον τρελό,
τον βραχνό,
τον πυκνό,
τον πόνο, που μου τρώει τα σπλάχνα.
Ω! Παναγιά μου, είσαι καλή,
προς σε η ψυχή μου η αμαρτωλή
γυρνά κι’ απογυρνά να ξαποστάσει
κι’ όμως τα μάτια μου τυφλά,
σκιάζονται τα τρανά, τα φωτεινά,
Δέσποινα, τα ουράνια κάλλη να κοιτάξουν,
σκιάζονται να κοιτάξουν και να ιδούν
και τρεμοσβούν,
Δέσποινα, πάρε τη μορφή
τη γνώριμη μορφή
τη σιωπηλή
την ταπεινή
πούχες στου ξωκκλησιού το εικονοστάσι (…)
Ω Παναγιά μου, κάνε να σβηστώ
να ξεχαστώ,
-αυτά είναι τα παρακάλια μου τα μόνα-
Ω να σβηστώ με την ψυχή
την τρισφτωχή
στα γόνατά σου τ’ άγια τα πονετικά
τα θεϊκά, και το κεφάλι στης μητέρας μου το γόνα.
Αυτά το 1920. Το 1951, θυμάται η αδελφή του Ιωάννα, είχε μείνει ένα μήνα μαζί του, στην Πρεσβεία στο Λονδίνο. Τότε ήθελε να μεταφράσει τον Τωβία. Ανεξάντλητες οι συγκινήσεις του με την αδελφή του για τη Βίβλο, για την λυτρωτική αξία του συμβόλου. Έπειτα ο Ευαγγελιστής Ιωάννης τον συνεπήρε. Με δέος πλησίαζε την κάθε φράση της Αποκάλυψης[23].
Στην αδελφή του, έστειλε από το Παρίσι, όταν φοιτούσε, τον Εσταυρωμένο Χριστό του Carriėre, αντίγραφο από το Λουξεμβούργο. Έναν Χριστό σχεδόν ασώματο, που χρόνια είχε εκεί πάνω από το κρεβάτι της[24].
Η ποίηση του Σεφέρη δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της αδελφής του, «Ο Θεός να με φυλάξει από το να εξηγήσω την ποίηση και προ πάντων του Γιώργου. Ο καλός στίχος σαν αποκοπεί από την αφετηρία του, αισθητικό φαινόμενο πια, ταξιδεύει μαζί με τον αναγνώστη, το δικό του δρόμο[25]… Έχω τόσα να πω, τόσα και τόσα κι ο κόσμος είναι τόσο ξένος, τόσο, που δεν ξέρω κανέναν που θα μπορούσα να του μιλήσω για πρώτη φορά. Κι έπειτα τα θάνε όλα εξηγημένα, ζυγιασμένα, αποδειγμένα, καθαρά, γυαλισμένα, σαν μπακιρένιες κατσαρόλες, μπορεί κανείς να τους μιλήσει αποδείχνοντας πράγματα πως νοιώθονται;…[26] έγραφε ο Σεφέρης.
Ο Σεφέρης υπήρξε πάντοτε και ειλικρινής φίλος. Όταν ο φίλος το Ν. Αρώνης έστειλε στο Σεφέρη ένα ποίημά του, που είχε διακριθεί σε μικρό διαγωνισμό, για να του κάνει κριτική, ο Γ. Σεφέρης απάντησε με ειλικρίνεια, «Αγαπητέ Νίκο, έλαβα το γράμμα σου. Σου συνιστώ να μην ξαναγράψεις ποίηση».
Το 1922, κατά την Μικρασιατική καταστροφή, ο πόνος και η απελπισία του Γ. Σεφέρη αποκορυφώνονται. Γράφει στην αδελφή του: «Γιατί να μην ήταν βολετό να είχα ξεκληριστεί κι εγώ, μαζί με τ’ άλλα παιδιά που ξεκληρίστηκαν πέρα στους κάμπους της ντροπής… μα είναι δυνατόν, να ξαναπέσει η Σμύρνη στα χέρια του Τούρκου, το χωράει το κεφάλι ανθρώπου; Τώρα που σου γράφω, το μισοφέγγαρο ίσως στο κονάκι, και ο ήλιος βασιλεύει ήσυχος σαν και πάντα… Είμαι δυστυχισμένος, αδελφή μου…»
Θα ήταν πραγματικά παράλειψη, αν δεν κάναμε ανασκαφή στο σεφερικό ποιητικό έργο για να ανακαλύψομε το τελειότερο ίσως ποίημά του, το «Βασιλιά της Ασίνης». Η γραφή του ποιήματος αυτού υπήρξε μια ιδιαίτερη εμπειρία για το Σεφέρη, όπως ο ίδιος αναφέρει, δύο φορές, γεγονός που δεν δημιούργησε μόνο δυσκολίες στον ποιητή, αλλά και την ευκαιρία να σκεφθεί τον «παράξενο» τρόπο με τον οποίο γράφονται τα ποιήματα. Η πρώτη φορά που ο Σεφέρης αναφέρεται στη γραφή του ποιήματος αυτού, είναι σε μια συζήτηση με τον T.S. Eliot (Σάββατο, 7 Οκτωβρίου 1952) «Είναι παράξενο πως γράφει κανείς ποιήματα, είπα. Του αφηγήθηκα πως έγραψα το «Βασιλιά της Ασίνης». Δύο χρόνια προσπάθεια. Εγκατάλειψη. Κι έπειτα, σε μια νύχτα, έγινε το ποίημα, χωρίς να έχω καν μπροστά μου τις παλιές σημειώσεις μου, επειδή με κέντρισε η ανάγκη να γεμίσω δύο τυπογραφικές σελίδες, που έμεναν λευκές.
-«Πολύ καλό το ποίημα, παρατήρησε ο Eliot. Ίσως γιατί δεν είχατε τις σημειώσεις σας, μπορέσατε να το τελειώσετε»[27].
Με τον ίδιο τρόπο, με μια μονοκοντηλιά, είπε ότι έγραψε και το τελευταίο μέρος της Έρημης Χώρας.
Το ίδιο θέμα, επανέρχεται το 1968, σε μια ανάγνωση ποιημάτων του Σεφέρη στις ΗΠΑ και σχολιάζεται στη γνωστή συνέντευξή του προς τον Keely.
Keely: Ανέφερες, όταν διάβαζες τα ποιήματά σου, καθώς μιλούσες για το «Βασιλιά της Ασίνης’, ότι σου χρειάστηκαν δύο χρόνια για να βρεις έναν τρόπο να γράψεις κι αυτήν την ιδιαίτερη εμπειρία, κι έπειτα σε κάποιο σημείο, ενώ είχες δώσει τις σημειώσεις σου γι’ αυτό το ποίημα σ’ ένα φίλο, συμπλήρωσες την τελική γραφή σε μια νύχτα. Ο Eliot άφησε να εννοηθεί ότι τελείωσες το ποίημα (ανάμεσα στις δέκα μ.μ. και στις τρεις το πρωί) ακριβώς επειδή δεν είχες τις σημειώσεις μπροστά σου.
ΣΕΦΕΡΗΣ: Δεν είχα τις σημειώσεις. Κι ίσως να είχε εκείνος δίκιο… Αναρωτιέμαι αν αυτό βοηθάει ή όχι, μήπως είναι καλύτερα να έχεις ίσα-ίσα ένα άδειο γραφείο, χωρίς καθόλου χαρτιά, ούτε βιβλία, και να μπορείς να κάθεσαι εκεί σε τακτικές ώρες[28].
Ο Σεφέρης, σε αντίθεση με άλλους ποιητές, είναι κάποτε αρκετά ομιλητικός όσον αφορά τη σύλληψη, την κατασκευή ή την ερμηνεία των ποιημάτων του. Πολλές ημερολογιακές εγγραφές του φωτίζουν τη γένεση πολλών ποιημάτων του, την πολυσυζητημένη Σκηνοθεσία για την «Κίχλη», όπως επίσης και τις εσωτερικές μαρτυρίες που βρίσκονται σε κάποια ποιήματα, όπως είναι το «Επί ασπαλάθων»[29].
Η τακτική αυτή του ποιητή μας παρέχει πολλές φορές τη δυνατότητα να ανιχνεύουμε τη γενεαλογία πολλών ποιημάτων και να προβαίνουμε, ενδεχομένως σε κάποιες ερμηνείες, που χωρίς τις πληροφορίες του συγγραφέα θα ήταν ίσως λιγότερο πιθανές.
Για τη γένεση του ποιήματός του «Ο Βασιλιάς της Ασίνης», όλες οι σχετικές πληροφορίες είναι πολύτιμες. Το κενό που καλύπτεται με την ανακάλυψη στο Αρχείο του ποιητή έξι διαδοχικών Σχεδιασμάτων, διαφορετικών μορφών του ποιήματος. Από όσα γνωρίζουμε, κανένα άλλο σεφερικό ποίημα δεν σώζεται σε τόσες μορφές, γεγονός που αποδεικνύει έμπρακτα τις προσπάθειες του ποιητή να ολοκληρώσει το ποίημα. Στο τέλος του Σχεδιάσματος, δηλαδή της οριστικής γραφής του ποιήματος, έχει γραφεί σε δύο σειρές: Σάββατο 2/8/40, Τολό Σεπτ. 38 – Αθήνα.
Αφορμή ένας ομηρικός στίχος από το Β΄ της Ιλιάδος, (στ. 560) «Ερμιόνην Ασίνην τε βαθύν κατά κόλπον εχούσας».
Το «τοπίο», γράφει ο Τάσος Βαγενάς, «της Ασίνης», σε σχέση με την ανάμνηση ενός ομηρικού στίχου, γίνεται αφορμή για έναν στοχαστικό μονόλογο πάνω στο θέμα της φθοράς[30]. Μπορούμε ίσως να πούμε, ότι ο ποιητής, καθώς επισκέπτεται το κάστρο της Ασίνης, θυμάται, φέρνει στο νου του, τον παραπάνω στίχο της Ιλιάδος και τον συνδυάζει με το τοπίο που βλέπει. Θα ήταν μάλλον απίθανο, να μπορέσει ο Σεφέρης να θυμηθεί ad hoc έναν τόσο αδιάφορο ομηρικό στίχο, που προέρχεται μάλιστα από το πιο άγνωστο μέρος της Ιλιάδος, από τον ξηρό «Κατάλογο Νηών». Ο «βασιλιάς της Ασίνης», αν υπήρξε ποτέ, δεν χρησιμοποιείται από κανένα άλλο Ευρωπαίο ποιητή, όπως συμβαίνει με τις μορφές λ.χ. του Οδυσσέα, του Ελπήνορα, του Ορέστη. Αυτό άλλωστε αποτελεί και το κύριο, το προσωπικό εύρημα του Σεφέρη.
Ο ποιητής αναγνωρίζει στο ποίημα αυτό το μοναδικό ρόλο που του αρμόζει. Να διατηρήσει τη μνήμη του κόσμου και των ανθρώπων του, να μείνει ο μνήμων του παλαιού και του χαμένου, να εφαρμόσει αυτός το νόμο της Ιστορίας και του απαθανατισμού. Κι ακόμη παλεύει με τις αντίθετες έννοιες απάνθρωπο – άνθρωπος. Στο σχεδίασμα Α΄ βλέπουμε το στίχο «Πήρα τον άλλο δρόμο τον απάνθρωπο», ενώ στο Β΄ «να μείνεις άνθρωπος, να μείνεις στην αγάπη». Ο ποιητής θεωρεί ότι ο ρόλος του αποτελεί έκφραση μιας θεϊκής εντολής.
Ο Σεφέρης ανασύρει τη μορφή του βασιλιά κυριολεκτικά από το κενό, μορφοποιεί έναν ανυπόστατο Ίσκιο, ένα «μή όν» σε λογοτεχνικό πρόσωπο. Αν, μιλώντας γενικά, ο επινοημένος «βασιλιάς» αποτελεί προέκταση ή αλληγορικό υποκατάστατο του ίδιου του Σεφέρη, τότε σημαίνει πως ο ποιητής, την εποχή αυτή, προσπαθεί να ανασύρει το δικό του πρόσωπο από το κενό, προσπαθεί πρώτα να αυτοσυσταθεί και να αυτοσυστηθεί στη συνέχεια.
Μια άλλη κεντρική ιδέα που διατρέχει το Σχεδίασμα, είναι πως ο επινοημένος «βασιλιάς» αναλαμβάνει το ρόλο του μνήμονος ποιητή. Διακατέχεται από ένα αίσθημα αλληλεγγύης προς όλους εκείνους που δεν προσέχθηκαν από τους άλλους, και επιχειρεί να τους εφοδιάσει με ένα όνομα, να τους επαναφέρει μέσα στη μνήμη των ανθρώπων. Η αρχαιοελληνική σχέση μνήμης-ποίησης είναι που καθορίζει, σε τελευταία ανάλυση, την προσπάθεια του Σεφέρη[31].
Αν μελετήσουμε λ.χ. το ποίημα «Αλληλεγγύη», που γράφεται την ίδια εποχή κατά την οποία ο Σεφέρης σχεδιάζει το «Βασιλιά της Ασίνης» (1.7.1938), μπορούμε να επισημάνουμε ορισμένες κοινές θεματικές που διατρέχουν τα δύο ποιήματα. Ο αφηγητής της «Αλληλεγγύης», όπως και των πρώτων Σχεδιασμάτων, αναφέρεται στο μεγάλο ταξίδι. Μοναχός ο τιμονιέρης του καραβιού, ο ποιητής-αφηγητής, αναζητά τους φίλους του που μοιάζουν να χάνονται μέσα σε δύο ακίνητα, μεγάλα μάτια, πίσω απ’ τα κύματα[32].
Την επιμειξία των βιωμάτων του Σεφέρη θα κατανοήσουμε καλύτερα αν διαβάσουμε το ποίημα του Paul Elyard «Χωρίς ηλικία», που ο Σεφέρης μεταφράζει και δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα τον Ιούνιο-Ιούλιο 1938. Και το ποίημα αυτό είναι ένα προσκλητήριο του ποιητή προς τους «αδελφούς» του, που παραμένουν θαμμένοι μέσα στην αμνησία και τη νωθρότητα και τους καλεί σε μια καινούργια μνήμη. Η αναζήτηση του ομηρικού ήρωα, η επινόηση και εκμαίευσή του μέσα από το ιστορικό κενό, ταυτίζεται τώρα με την επινόηση και την τελείωση του ίδιου του ποιήματος. Ο ποιητής μοιράζεται τον ίδιο χώρο με τον ήρωα του ποιήματος[33]. Η νυχτερίδα που επανέρχεται στο τέλος του ποιήματος, είναι τώρα μια επί πλέον ένδειξη της παρουσίας του βασιλιά στο έρημο κάστρο[34]. Η χρυσή προσωπίδα που κρύβει το πρόσωπο του εκστατικού χορευτή. Το μέταλλο της προσωπίδας συμβολίζει την ανθεκτικότητα του έργου τέχνης σε αντίθεση με τη φθαρτότητα του δημιουργού της[35]. Η προσωπίδα συμβολίζει και το θάνατο και την αθανασία, δηλώνει τη φυσική φθορά του προσώπου, αλλά αποκαθιστά το χαμένο πρόσωπο ως ορατό και απτό αποτύπωμα μιας ζωής που δεν υφίσταται πλέον[36].
Στο «βασιλιά της Ασίνης» για πρώτη φορά πραγματώνεται με τόση λογική συνέπεια και καλλιτεχνική αρτιότητα η διαλεκτική της νοσταλγού μνήμης και του «κενού»[37].
28 Οκτώβρη 1940 τα χαράματα, ο Γιώργος Σεφέρης ανέβηκε στο σπίτι της αδελφής του. Εκείνη την ώρα μόλις γύριζε από το Υπουργείο του. Κοίταξε την αδελφή του βουρκωμένος.
-«Έχουμε πόλεμο. Μόνο ο Θεός», είπε. Το πρωί πήγε στην εκκλησιά και στάθηκε σιωπηλός μπρος στην εικόνα του Χριστού. Ούτε αναμονή, ούτε ετοιμασία. Μια μαγεμένη θλίψη, μα πάλι μια ελπίδα[38].
Τα ημερολόγια του Σεφέρη, Μέρες Γ΄ και Δ΄ και πολιτικό Ημερολόγιο Α΄ καθώς και το χειρόγραφο Σεπτεμ. 41 μας προσφέρουν την πλούσια προσωπική μαρτυρία του Σεφέρη για την περίοδο 1938-1944. Τα ημερολογιακά του αυτά κείμενα παρέχουν άφθονα στοιχεία για τις πολιτικές και πνευματικές συνθήκες της εποχής αυτής. Παράλληλα περιγράφει με σπάνια ηθογραφική ικανότητα συνθήκες της εποχής αυτής. Ο Σεφέρης κρίνει με σαφώς δημοκρατικά-φιλελεύθερα πολιτικά κριτήρια, με αυστηρότητα και γνώμονα το εθνικό συμφέρον[39]. Εντυπωσιάζει η νηφαλιότητα του Σεφέρη την εποχή αυτή, η διαύγεια και οξύτητα, οι συνειδησιακές του αντιδράσεις που συνθέτουν ένα υπόδειγμα πίστης στην ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου[40]. Ο δικός του πολιτικός χώρος είναι αυτός της κλασικής και ουσιαστικής δημοκρατίας και του εμπειρικού αλλά απαιτητικού ανθρωπισμού[41]. Το όραμα μιας ζωντανής Ελλάδας, που την ενώνει η ιδέα της ελευθερίας, θα τον οδηγήσει σε μια πολύ σημαντική διάκριση: Ο τόπος αυτός που μας πληγώνει, αυτή η ιδέα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θέσεις, που θυμίζουν και κάποιες από τις ιδέες του Ίωνα Δραγούμη, δέχονται τον βαθμό πίεσης που αισθανόταν ο Σεφέρης για την κατάσταση του τόπου. Νιώθει να χάνει τη μείζονα πολιτιστική πατρίδα του.
Ο ίδιος γράφει στις 29-9-1938: «ανακοινωθέν των Τεσσάρων», στο Μόναχο. Σήμερα αγγλογερμανικό ανακοινωθέν μη προσφυγής σε πόλεμο. Η Ευρώπη, αυτό που εμείς, έτσι που ανατραφήκαμε, λέγαμε Ευρώπη, αν δεν ξεψυχήσει, είναι έτοιμη να ξεψυχήσει. Μαζί μ’ αυτό ένα μεγάλο μέρος της ζωής μας τελειώνει. Είμαι 38 χρόνων. Από δω και μπρος πρέπει να κοιτάξωμε τι μας μένει και τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτό που μας μένει. Αυτές τις μέρες του Σεπτέμβρη η τρίτη «κοινωνική» -ας την πω έτσι- κρίση της ζωής μου. Οι δύο άλλες 1922, 1935[42]. Αυτόν τον ηθικό εξευτελισμό θα περιγράψει σε μια από τις οξύτερες σελίδες των ημερολογίων του. «Αυτός ο πόλεμος έχει τούτο το χαρακτηριστικό. Μια δύναμη του κακού βρήκε τον τρόπο να εξευτελίζει, να στραπατσάρει, να εκμηδενίζει έναν κόσμο ολόκληρο, βγάζοντας στην επιφάνεια την ιδιοτέλεια, τη δειλία, τη μικροπρέπεια, την ποταπότητα, που πάει να πιστέψει κανείς πως είναι οι βασικές ιδιότητες των ανθρώπων που κυβερνούν τον κόσμο…»
Ο Σεφέρης παρακολουθεί από κοντά το εξελισσόμενο δράμα της πατρίδας μας. Μια επίσκεψή του στο Μουσείο της Ακρόπολης στις 17.12.1939 του δημιουργεί το αίσθημα της ελληνικής διάρκειας που το εξηγεί με στοργική φροντίδα και σε άλλα κείμενα των «Δοκιμών» του. Γράφει λοιπόν: «Το Μουσείο της Ακρόπολης είναι το ωραιότερο μουσείο που ξέρω• αναπαύει. Είναι μικρό και όλα σου μιλούν εκεί μέσα και μιλούν αναμεταξύ τους. Τ’ ακούς, τα παρακολουθείς. Χαμόγελα και καμπύλες, ζωντανές μέσα σου, κάτω από τους φοβερούς θεούς και τα τέρατα των παλιών αετωμάτων. Η φυσική και υπερφυσική ζωή τόσο καλά αρμοσμένες σ’ ένα τόσο μικρό τόπο. Κομμάτια σωμάτων που ανασαίνουν ακόμη• δείχνουν ό,τι έγινε καλύτερο και αργότερα και πάντα, υποθέτω, στην Ελλάδα. Εδώ μπορώ να συνδέσω εύκολα, τον Αισχύλο, τον Ερωτόκριτο, τον Μακρυγιάννη και ό,τι υποφερτό θα μπορούσα να κάνω εγώ ο ίδιος».
Με αυτά τα αντιφατικά αισθήματα και σε κατάσταση εξαιρετικής ψυχολογικής έντασης ο Σεφέρης υποδέχεται το κρίσιμο έτος του 1940[43].
Οι περιγραφές του Σεφέρη για την 26η, 27η, 28η Οκτωβρίου συνιστούν πραγματικά σελίδες συγκλονιστικές και ανεπανάληπτες.
«Άφησα τον εαυτό μου. Δεν τον ορίζω πια. Νίκες όλες τούτες τις πρώτες ημέρες του πολέμου. Απίστευτα πράγματα, που κανείς δεν τα περίμενε. Συλλογίζομαι τις κακές μέρες που δεν είναι απίθανο να ‘ρθουν, αύριο, μεθαύριο, σε τρεις μήνες – δεν ξέρω πότε. Και τότε θα μπορέσω να κάνω το χρέος μου• τίποτε άλλο». Σε λίγο θα σχολιάσει τις ήττες των Ιταλών με τα εξής: Ακατανόητη αναξιοσύνη των Ιταλών. Ρωτιέται κανείς τι λογάριαζαν όταν αποφάσισαν να πολεμήσουν με την Ελλάδα. (Σημ. του 1950. Μετά τον πόλεμο έμαθα, πως ο Γκράτσι τους είχε δημιουργήσει την πεποίθηση ότι θα ρίχνανε μια τουφεκιά και πως η εισβολή τους θα ήταν απλός στρατιωτικός περίπατος[44].
Ο πόλεμος του ΄40 θα συμβάλλει στο να κατανοήσει ο Σεφέρης τις ανεξάντλητες εσωτερικές δυνατότητες του Ελληνισμού, να τις αντικρίσει μπροστά στις αξιοποιημένες και να πιστέψει στο μέλλον της Ελλάδας. Το επίτευγμα του λαού μας θα λειτουργήσει μακροπρόθεσμα και θα ενισχύσει τον ανθρωπισμό των μεταγενέστερων έργων του[45].
«Θα πολεμήσουμε μ’ όποιον μας χτυπήσει. Κρίμα! Να μην υπάρχουν άλλοι άνθρωποι πιο γενναίοι για τέτοιο λαό»[46].
Αναφερόμενος στον Γιώργο Θεοτοκά που πήγε εθελοντής, έγραφε: «Τον ζηλεύω. Θλίβομαι που είμαι υποχρεωμένος να ζω αυτές τις μέρες με το χειρότερο μέρος του κόσμου μας, στα γραφεία». Και λίγες μέρες αργότερα, στις 28.1.1941, γράφει: «Τριγυρίζω λίγο μέσα στο σπίτι κι έπειτα πέφτω και κοιμούμαι. Ζωή χωρίς αέρα. Αν ήταν τουλάχιστον να πήγαινα λίγες μέρες κάθε τόσο στο μέτωπο»[47].
Ο πατριωτικός ενθουσιασμός θα συνεπάρει κάποιες στιγμές το Σεφέρη: «Ζούμε μεγάλες ώρες. Ο ελληνικός λαός είναι στις μεγάλες του ώρες. Τις αψηλές, και φυσικά είναι σπουδαίος…»[48].
Συλλογίζεται τον Κρητικό που τούκοψαν το πόδι και ξανά πάλι, τούκοψαν λίγο παραπάνω, που για να μη δείξει τον πόνο του γύρισε το κεφάλι από το άλλο μέρος, τραγουδώντας τη λευτεριά[49].
Όταν σε λίγο θα ξεσπάσει η γερμανική επίθεση (6 Απριλίου 1941), ο Σεφέρης, εκπροσωπώντας την ελληνική κυβέρνηση, θα δώσει την πρώτη συνέντευξή του. Ο ίδιος έγραψε: «Σαν τελείωσα, διάφοροι μου σφίγγουν το χέρι συγκινημένοι. Θα πρέπει να ήμουν σε κατάσταση καταληψίας• ρωτώ τους συνεργάτες μου τι είπα…». Η κρητική αντίσταση του ελληνικού λαού μεταμορφώνει ψυχικά τον ποιητή[50].
Παρατηρώντας την έντονη πολιτική ανισότητα στην πολιτική και γενικότερα στην κοινωνική μας ζωή, γράφει: «… στην Ελλάδα ηχούν πάντα δύο κόσμοι που πολεμιούνται: ο κόσμος του Σωκράτη και ο κόσμος του Άνυτου, του Μέλητου και του Λύκωνα»[51].
Πολύ αργότερα τολμά να καταδικάσει με τη γνωστή του δήλωση, στις 28 Μαρτίου 1968, το καθεστώς της δικτατορίας. Η δήλωσή του αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο. Με αφορμή αυτήν την κατάσταση έγραψε το τελευταίο ποίημά του ο Σεφέρης, που δημοσιεύθηκε στο Βήμα, στις 23 Σεπτεμβρίου1971, τρεις μήνες μετά το θάνατό του. Το «Επί ασπαλάθων» το έγραψε με αφορμή επίσκεψή του στο Σούνιο, στις 25-3-1971, ημέρα του Ευαγγελισμού και επετείου της Εθνεγερσίας. Το ποίημα βασίζεται σε μια περικοπή του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.) και αναφέρεται στη μεταθανάτια τιμωρία των αδίκων και ιδιαίτερα του «πανάθλιου Τύραννου» Αρδιαίου.
«Επί Ασπαλάθων…»
(Πλάτωνος, Πολιτεία, 616)
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολώνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…
Γαλήνη.
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια•
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει,
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
πάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωσε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
31 του Μάρτη 1971
Γεώργιος Σεφέρης
Το Γενάρη του 71 εξομολογήθηκε στην αδελφή του την παλιά του έμμονη σκέψη, να αφήσει τα χρήματα του βραβείου Nobel, στο τόπο. «Μου φαίνεται πως βρήκα τα πρόσωπα της επιτροπής. Θα συστήσω επί τέλους το εκπαιδευτικό μου κληροδότημα…»[52].
Σεπτέμβρης 1971. Ο Γιώργος Σεφέρης βρίσκεται στην εντατική παρακολούθηση στον Ευαγγελισμό. Διανύει τις τελευταίες ημέρες της επίγειας παρουσίας του. Προσεύχεται. Ζητεί από την αδελφή του να ανάψει το κεράκι της γι’ αυτόν. Τον περιστοιχίζουν όλοι οι δικοί του, που με δέος παρακολουθούν την χωρίς ελπίδα εξέλιξη της υγείας του.
Στις 20 Σεπτεμβρίου ξεψύχησε.
Η εξόδιος ακολουθία του, παλλαϊκός έλεγος. Θα τη χαρακτηρίσει ο φίλος του Νίκος Αρώνης ως πορεία δοξαστική μαζί με λαϊκό μήνυμα ελευθερίας. Μυριάδες λαού, τα πρωτοπόρα νιάτα συνόδευαν το μεγάλο Ίωνα, οικουμενικό ανακαινιστή της ποίησης, τραγουδώντας στίχους του, με την μυριόστομη αναφώνηση κάθε τόσο: «αθάνατος! αθάνατος!»[53]
Σταχυολογήσαμε ελάχιστα από τα πάμπολλα στοιχεία που συνθέτουν την ολόφωτη βιοτροχιά του Γιώργου Σεφέρη, του νομικού, του διπλωμάτη, του ποιητή, του δοκιμιογράφου, του μεταφραστή, μα πάνω απ’ όλα του Έλληνα. Οι στίχοι του που τραγουδιούνται από χείλη ανθρώπων σ’ όλο τον πλανήτη, δείχνουν τη διαχρονικότητα του έργου του. Χωρίς να το θεωρήσετε απαίτηση από μέρους μου, αλλά παράκληση, κι επειδή η εποχή μας χαρακτηρίζεται ως ισοπεδωτική των αξιών και ανιδανική, νομίζω θα άξιζε να διαβαστεί, ο σύντομος λόγος, που εξεφώνησε στη Σουηδική Ακαδημία επιστημών κατά την απονομή σ’ αυτόν του βραβείου Nobel λογοτεχνίας. Είναι ομολογουμένως ένα πνευματικό καταπίστευμα κι ένα μήνυμα για να γίνει ο άνθρωπος αληθινός άνθρωπος.
1963
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ
Να αναζητήσουμε τον άνθρωπο
Τούτη την ώρα αισθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μια αντίφαση. Αλήθεια, η Σουηδική Ακαδημία έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μια γλώσσα περιλάλλητη επί αιώνες, αλλά στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτή την υψηλή διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να, εκφράζω τώρα στις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγγνώμη που ζητώ πρώτα πρώτα από τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά• κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: «Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα», λέει ο Ηράκλειτος, «ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν».
Συλλογίζομαι πως δεν αποκλείεται όλως διόλου να ωφεληθεί ένας σύγχρονος επιστήμων, αν στοχαστεί τούτο το απόφθεγμα του Ίωνα φιλοσόφου. Όσο για μένα, συγκινούμαι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσμου. Και ένας από τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «… θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε…». Αυτός ο άνθρωπος ήταν αγράμματος• είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλά στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορική παράδοση πηγαίνει μακριά στα περασμένα, όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικό το γεγονός, ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση και όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν αναβρύζει ανάμεσα σ’ ένα λαό περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζούμε, ο τυραννισμένος από το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μια πράξη εμπιστοσύνης κι ένας Θεός το ξέρει αν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω από τούτο το τραπέζι, την πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης επιστήμης και στη λογοτεχνία• παρατήρησαν πως ανάμεσα σ’ ένα αρχαίο ελληνικό δράμα κι ένα σημερινό, η διαφορά είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν’ ακούει τούτη την ανθρώπινη φωνή που ονομάζουμε ποίηση. Αυτήν τη φωνή που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμή, από στέρηση αγάπης, και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει που να βρει καταφύγιο• απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στους πιο απροσδόκητους τόπους. Γι’ αυτή δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρά μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιές όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν’ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτήν τη βιομηχανία. Χρωστάω την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδική Ακαδημία που ένιωσε αυτά τα πράγματα• που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενος περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμός της ανθρώπινης καρδιάς• που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανός: να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλεϊ, τον εμπνευστή, καθώς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτού του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν στο δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.
[1] Ιωάννα Τσάτσου, Ο αδελφός μου, Γιώργος Σεφέρης, Αθήνα 1980, σ. 13.
[2] ο.π., σ. 360, 361, 362.
[3] Νικόλαος Χ. Αρώνης, Αναθυμήματα από την εφηβεία του φίλου μου Γιώργου Σεφέρη, Αθήνα 1984, σ.11, Έκδοση «Ένωσης Σμυρναίων».
[4] ο.π., σ. 12.
[5] Βλ. πρόχειρα, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ.9Α, Εκδοτική Αθηνών, σ. 246. – Ν. Αρώνης, ο.π., σ. 12.
[6] Ν. Αρώνης, ο.π. σ. 13.
[7] Ν. Αρώνης, ο.π., σ. 14.
[8] Ιωάννα Τσάτσου, Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης, Αθήνα 1980, σ. 38.
[9] Βλ. πρόχειρα, Γ. Σεφέρης, Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 53ος, σ. 246.
[10] Ιωάννα Τσάτσου, ο.π., σ. 51-53.
[11] ό.π. σ. 56.
[12] Ν. Αρώνης, ό.π., σ. 27.
[13] ό.π., σ. 28.
[14] Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τ.9Α, ό.π., σ. 246 και Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, ό.π., σ. 384.
[15] Ιωάννα Τσάτσου, ο.π., σ. 16-17.
[16] Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, ο.π., σ. 246.
[17] Ν. Αρώνης, ο.π., σ. 41.
[18] Βλ. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, ο.π., σ. 387.
[19] ο.π., σ. 387.
[20] Δ. Δασκαλόπουλος, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, ο.π., σ. 247.
[21] ο.π.
[22] Ιωάννα Τσάτσου, ο.π., σ. 76-77.
[23] Ιωάννα Τσάτσου, ο.π., σ. 77.
[24] ο.π., σ. 154.
[25] ο.π., σ. 190.
[26] ο.π., σ. 201.
[27] Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ο βασιλιάς της Ασίνης, Αθήνα 1986, σ. 13-14.
[28] ο.π., σ. 15, όπου υποσ. 3 Keely 1982, σς….
[29] ο.π., σ. 15.
[30] ο.π., σ. 39.
[31] ο.π., σ. 59.
[32] ο.π., σ. 60
[33] ο.π., σ. 76.
[34] ο.π., σ. 85.
[35] ο.π., σ. 88
[36] ο.π., σ. 89
[37] ο.π., σ. 106-107.
[38] Ιωάννα Τσάτσου, ο.π., σ. 370.
[39] Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης, Οι μαρτυρίες τριών ποιητών για την 28η Οκτωβρίου 1940 και για το Αλβανικό έπος, Επίσημοι λόγοι Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. 309, Αθήνα 1998, σ. 51-52.
[40] ο.π., σ. 53.
[41] ο.π., σ. 53.
[42] ο.π., σ. 57.
[43] ο.π., σ. 59.
[44] ο.π., σ. 64.
[45] ο.π., σ. 65.
[46] ο.π., σ.68
[47] ο.π., σ. 71.
[48] ο.π., σ. 71.
[49] ο.π., σ. 71-72.
[50] ο.π., σ. 72.
[51] ο.π., σ. 75.
[52] Ιωάννα Τσάτσου, ο.π., σ. 369-370.
[53] Ν. Αρώνης, ο.π., σ. 44.
































































































