Η Χίος καίγεται (για ακόμη μια φορά)
Η νύχτα γίνεται μέρα από το κόκκινο φως της φωτιάς. Πάνω από τη Βολισσό, ο ουρανός σκεπάζεται με πυκνό καπνό, και η θάλασσα, λίγο πιο πέρα, είναι ανήμπορη να προσφέρει δροσιά σε μια γη που κραυγάζει για σωτηρία.
Οι φλόγες σκαρφαλώνουν στα πεύκα σαν να έχουν δικό τους χτύπο καρδιάς, ακούραστες, αδηφάγες. Ο άνεμος λυσσομανά, σπρώχνοντάς τες πιο πέρα, λες και συνωμοτεί με την καταστροφή.
Στην άκρη του χωριού, πυροσβέστες και εθελοντές παλεύουν με όλα όσα έχουν: σωλήνες, φτυάρια, ιδρώτα και πείσμα. Ξέρουν ότι οι φλόγες δεν υποχωρούν εύκολα· κι όμως, μένουν εκεί, πρόσωπο με πρόσωπο με το θερμό κύμα που γδέρνει τον αέρα. Τα πρόσωπά τους μαυρίζουν, όχι μόνο από την καπνιά, αλλά κι από την αγωνία.
Στα κινητά μας φτάνει το μήνυμα: «Απομακρυνθείτε – Προφυλαχθείτε».
Οι λέξεις είναι λιτές, σχεδόν ψυχρές, μα μέσα τους καίει η ίδια φλόγα που καταβροχθίζει τον τόπο τούτο. Δεν είναι απλώς μια προειδοποίηση· είναι η κραυγή ενός τόπου που ζητά σωτηρία.
Μερικοί μαζεύουν βιαστικά ό,τι μπορούν: φωτογραφίες, έγγραφα, ένα σταυρουδάκι από το κομοδίνο. Άλλοι μένουν ακίνητοι, κοιτάζοντας τον καπνό να καταπίνει τις πλαγιές που γνωρίζουν από παιδιά. Στα μάτια όλων καθρεφτίζεται η ίδια σκέψη: πώς μπορεί η γη να χάνει το πράσινο φόρεμά της μέσα σε λίγες ώρες;
Κι όμως, μέσα σε αυτό το χάος, υπάρχει και κάτι αθόρυβο αλλά δυνατό. Είναι το βλέμμα εκείνων που δεν φεύγουν, που μένουν να παλεύουν, ακόμη κι όταν ο άνεμος φωνάζει ότι όλα χάνονται. Είναι η πίστη ότι, μόλις κοπάσουν οι φλόγες, ο τόπος θα ξαναγεννηθεί. Ότι κάτω από τη στάχτη, το χώμα φυλάει σπόρους που περιμένουν την πρώτη βροχή.
Γιατί η Βολισσός, η βόρεια Χίος, όσο κι αν καίγεται, δεν παύει να θυμάται ποια είναι.
Κι εμείς, όσο κι αν πονάμε, δεν παύουμε να την αγαπάμε.
Ο Θεός να βοηθήσει κάθε τόπο που δοκιμάζεται απόψε, κάθε τόπο που ξενυχτά θρηνώντας μπροστά σε φλόγες κι αποκαΐδια.
Παντελής Ζούρος


































































































