Σεβασμιώτατε Πατέρα, με την ευχή και την άδειά σας, αιτούμαι να εκφωνήσω την ομιλία μου.
Ο Ελληνισμός, ήδη από τον 9ο αιώνα π.Χ., με τον αποικισμό της Μικράς Ασίας από τα ελληνικά φύλα, πορεύτηκε και μεγαλούργησε στο διάβα των αιώνων ως δισκελής οντότητα. Το ένα σκέλος πατούσε στην ηπειρωτική Ελλάδα και το άλλο στη Μικρά Ασία. Το μικρασιατικό δράμα του 1922, καθώς και η καταστροφική Συνθήκη της Λωζάνης έναν χρόνο αργότερα — που επέφερε την ανταλλαγή πληθυσμών και τον εκτοπισμό 1.200.000 Ελλήνων από τη Μικρά Ασία προς τη μητέρα Ελλάδα — διέκοψαν βίαια τη μακραίωνη παρουσία μας στην Ανατολή, ακρωτηριάζοντας εκείνο το σκέλος που χάρισε στη φυλή μας τη φιλοσοφία, τις επιστήμες, τις τέχνες, τα γράμματα, τον πολιτισμό και την Ορθόδοξη πίστη.
Στην αρχαία Ελλάδα, τους πρόσφυγες τους αποκαλούσαν ικέτες. Έτσι και οι παππούδες μας, κυνηγημένοι, προδομένοι και ταπεινωμένοι, έφτασαν στη μητέρα πατρίδα ως ικέτες, μεταφέροντας μαζί τους τις αρχές, τις αξίες, τα ιδανικά και τις εκκλησιαστικές εικόνες τους — ως μοναδικό πλούτο πίστης και εθνικής ταυτότητας.
Το ελληνικό κράτος της δεκαετίας του 1920, ρημαγμένο από τους πολυετείς πολέμους και με πενιχρά οικονομικά μέσα, σε συνεργασία με την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, κατάφερε να τους υποδεχθεί και να τους περιθάλψει, συντελώντας ένα μικρό θαύμα, δεδομένων των συνθηκών. Κι εκείνοι, οι παππούδες μας, παρά τις δυσκολίες, την εχθρότητα και τον ρατσισμό που αρχικά αντιμετώπισαν, κατόρθωσαν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να ανατρέψουν κάθε κοινωνιολογική πρόβλεψη. Αντί να προλεταριοποιηθούν, να γκετοποιηθούν ή να λειτουργήσουν παρασιτικά προς την τοπική κοινωνία, αποτέλεσαν αντιθέτως την «ατμομηχανή της ανάπτυξης» του ελληνικού κράτους για τις επόμενες δεκαετίες.
Νέα Σμύρνη, Νέα Φιλαδέλφεια, Νέα Ιωνία, Νέα Μάκρη, Νέα Καρβάλη, Νέα Μουδανιά, Νέα Σάντα και τόσες άλλες «νέες» πόλεις Μικρασιατών και Ποντίων, γέμισαν το χάρτη της Νέας Ελλάδας. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, τα προσφυγικά μετατράπηκαν από παραγκουπόλεις σε γειτονιές που «μοσχοβόλησαν βασιλικό και ασβέστη», όπως έγραψε ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Ο επιθετικός προσδιορισμός «Νέα» δεν ήταν απλώς γεωγραφικός· έδωσε το σύνθημα της ανόρθωσης και της ανασύνταξης. Πολύ περισσότερο όμως, λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί στις μέρες μας σαν μια πυξίδα, χαρίζοντας την ελπίδα και το όραμα του νόστου στις μελλούμενες γενιές.
Το προσφυγικό ζήτημα αν και αντιμετωπίστηκε αρχικά ως πρόβλημα, εντούτοις αποτέλεσε τον παράγοντα που έδωσε λύσεις σε πολλαπλάσια προβλήματα του ελληνικού κράτους. Ήταν ο παράγοντας που οδήγησε από την τραγωδία στη δημιουργία. Η έλευση των προσφύγων επούλωσε πληθυσμιακά κενά λόγω των πολέμων από το 1912 έως το 1922, έδωσε ώθηση για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη του δωρικού ελληνικού κράτους και έκλεισε ανοιχτά εθνικά θέματα.
Περίπου 700.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Ελλάδα. Με την παρουσία τους έσωσαν τη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές που κινδύνευαν άμεσα από τον βουλγαρικό επεκτατισμό και τους Κομιτατζήδες, οι οποίοι εκείνη την εποχή συνέχιζαν τη δράση τους μέχρι και τη Λαμία. Αν και η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων δεν είχε, μέχρι πρότινος, καμία σχέση με τη γεωργία και την αγροτική παραγωγή, η ανάγκη τους ώθησε να στραφούν στην καλλιέργεια της γης. Σύντομα, οι πρόσφυγες αξιοποίησαν τη χέρσα γη, η οποία είχε εγκαταλειφθεί εξαιτίας των πολέμων. Η αγροτική παραγωγή εκτινάχθηκε, ενώ παράλληλα οι πρόσφυγες εισήγαγαν νέες ιδέες, μεθόδους καλλιέργειας και νέα αγροτικά προϊόντα, συμβάλλοντας καθοριστικά στην ανασυγκρότηση της εθνικής οικονομίας.
Η κατάσταση όμως στη Νότια Ελλάδα πριν από την έλευση των Μικρασιατών δεν ήταν καλύτερη. Ο ανδρικός πληθυσμός είχε αποδεκατιστεί λόγω των πολέμων. Ο ποιητής Κώστας Ουράνης μας δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα: «Οι νέες μαραίνονται στο παραθύρι, περιμένοντας να περάσει το παλικάρι. Μα το παλικάρι δεν περνούσε, γιατί είχε αφήσει τη ζωή του κάπου μακριά…». Και πράγματι, το 1923 παρατηρείται στην Ελλάδα έκρηξη στους γάμους, ενώ το 1926 σημειώνεται ρεκόρ γεννήσεων, ένα ρεκόρ που δεν έχει καταρριφθεί μέχρι σήμερα.
Πέραν όμως του δημογραφικού και των εθνικών ζητημάτων της εποχής, ο προσφυγικός Ελληνισμός λειτούργησε καταλυτικά και στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη του κράτους. Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους τις ιδέες του κοινοτισμού, του συνεταιρισμού, των εργατικών σωματείων και του συνδικαλισμού. Τα άφθονα και φθηνά εργατικά τους χέρια επέτρεψαν την άνθηση των βιοτεχνιών και των βιομηχανικών μονάδων, συντελώντας στην κατακόρυφη αύξηση του ΑΕΠ της χώρας. Ιδιαιτέρως σημαντικά ήταν τα κεφάλαια βιομηχάνων όπως του Μποδοσάκη και εμπόρων όπως της οικογένειας Δραγώνα, που ενίσχυσαν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Οι πρόσφυγες δεν παρέμειναν παθητικά στοιχεία του κοινωνικού ιστού· αντιθέτως, ασχολήθηκαν ενεργά με την πολιτική και την τοπική αυτοδιοίκηση, μετατρέποντας τις προσφυγικές συνοικίες σε πυρήνες καινοτομίας και κοινωνικής πρωτοπορίας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι περιοχές της Νέας Σμύρνης, της Νέας Φιλαδέλφειας και της Νέας Ιωνίας στην Αθήνα απέκτησαν αποχετευτικό δίκτυο πριν ακόμη από το ίδιο το κέντρο της πόλης των Αθηνών.
Επιπλέον, οι Μικρασιάτες έφεραν μαζί τους ένα βαρύ πνευματικό και καλλιτεχνικό κεφάλαιο. Το δράμα της Μικρασίας, τροφοδότησε την αναιμική πνευματική ζωή του τόπου και αποτέλεσε πηγή δημιουργίας μέσα από τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική, το θέατρο και κυρίως τη λογοτεχνία, που μας χάρισε μάλιστα ένα Νόμπελ το 1963 με τον Γεώργιο Σεφέρη.
Στον εκκλησιαστικό τομέα, η συμβολή των Μικρασιατών και των Ποντίων, ενίσχυσε το βυζαντινό ύφος και τη βυζαντινή παράδοση που έτεινε να αλλοιωθεί, όπως επισημαίνει ο ζωγράφος Φώτης Κόντογλου. Αναδείχθηκαν σπουδαίες προσωπικότητες, όπως αυτή του Μητροπολίτη Γεννάδιου της Θεσσαλονίκης, του Αγίου Ιακώβου Τσαλίκη, του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη και πλήθος άλλων. Αλλά και εδώ στη Χίο, δεκάδες γυναίκες από τα γειτονικά Αλάτσατα, βρήκαν καταφύγιο ως μοναχές στην Ιερά Μονή του Αγίου Μηνά, δίνοντας ζωή στο ιστορικό μοναστήρι.
Το ρίζωμα των Μικρασιατών στην ηπειρωτική Ελλάδα οδήγησε στη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερα ζωντανού και δραστήριου πολιτιστικού χάρτη. Σήμερα, χάρη σε αυτή την κληρονομιά, διαθέτουμε με διαφορά τους περισσότερους πολιτιστικούς συλλόγους, τα περισσότερα πολιτιστικά κέντρα αλλά και ένα πλήθος μελετών σε σύγκριση με άλλες πληθυσμιακές ομάδες του ελληνικού κράτους. 103 χρόνια μετά το μικρασιατικό δράμα, η συμμετοχή του κόσμου σε καθετί που θυμίζει τη Μικρασία και τις αλησμόνητες πατρίδες, όχι μόνο δε φθίνει αλλά τείνει διαρκώς να αυξάνεται.
Αυτοί ήταν οι παππούδες μας. Κι αν μας άκουγαν σήμερα, 103 χρόνια αργότερα, θα μας έλεγαν πως η σημερινή ημέρα δεν είναι ημέρα πένθους ή λύπης, αλλά ημέρα ανάστασης, ανόρθωσης και ανασύνταξης για τα μελλούμενα.
Η παράδοση δεν είναι ένα παρελθόν που αντιστέκεται στην πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό. Η παράδοση δεν είναι κάτι ξεπερασμένο. Η παράδοση, όπως φανερώνει η ίδια η ετυμολογία της λέξης από το ρήμα δίδω, είναι αυτό που παραδίδουμε στις επόμενες γενιές για να το κρατήσουν, να το μετασχηματίσουν, να το σχεδιάσουν και να πορευτούν μαζί του στο μέλλον.
Οι παππούδες μας λοιπόν, μας παρέδωσαν τα εικονίσματά τους, την πίστη τους, τις ιστορίες τους και τη μικρασιατική μας ταυτότητα για να βαδίσουμε με ασφάλεια στο αύριο. Μα πάνω απ’ όλα, μας παρέδωσαν το μήνυμα και την ελπίδα της επιστροφής. Ένα μήνυμα που οφείλουμε να διατηρήσουμε και να μεταδώσουμε στα παιδιά μας, από γενιά σε γενιά, για όσους αιώνες κι αν χρειαστεί. Άλλωστε, αν οι Εβραίοι εκδιώχθηκαν από τη γη τους και τελικά επέστρεψαν μετά από χιλιάδες χρόνια, τότε ποιος, άραγε, έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει στον Έλληνα Μικρασιάτη να οραματίζεται τον επαναπατρισμό της γενιάς του;
Στο ανθρώπινο αυτό δικαίωμα της επιστροφής, οι πολιτιστικοί μας σύλλογοι, διαφυλάσσοντας τη μικρασιατική παράδοση και τα διαχρονικά της μηνύματα, λειτουργούν ως φωλιές του Μικρασιατικού Ελληνισμού, σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει και μετασχηματίζεται. Οι δε προσφυγικές μας ενορίες, όπως η Αγία Παρασκευή Καστέλου και ο Άγιος Χαράλαμπος Βαρβασίου, ως σύγχρονες κιβωτοί πνευματικότητας, μας ενώνουν και μας προετοιμάζουν για το μέλλον, υπενθυμίζοντάς μας ότι η ώρα της επιστροφής απαιτεί άσκηση, πίστη και υπομονή, σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό χρόνο του Θείου και της αιωνιότητας.
Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο…
Ζήτω η Μικρασία,
Ζήτω το Γένος των Ελλήνων!






































