Μετράνε τις πληγές τους οι μαστιχοπαραγωγοί από το πέρασμα της κακοκαιρίας ΑΤΕΝΑ. Ήδη βρίσκεται στο νησί κλιμάκιο του ΕΛΓΑ για την αποτύπωση των ζημιών που σε πολλές περιοχές είναι ολοκληρωτική.
Ο Γιάννης Μακριδάκης γράφει για την καταστροφή από την καταιγίδα
Ξύπνησα ώρα δύο το πρωί από την καταιγίδα την ταραχτική και δάγκωνα τα μουστάκια μου σαν ήρωας του Καζαντζάκη μπρος στην καταστροφή. Πάει το μαστιχάκι. Περάσανε από μπροστά απ’ τα μάτια μου όλες οι δουλειές και οι κόποι που έκανα στους σκίνους από τα τέλη Ιουνίου, χορτοκοπτικά, στρωσίματα, ασπρόχωμα, κεντήματα, αχ αυτά τα κεντήματα. Λίγο τη θλίψη απάλυνε η σκέψη ότι μερίμνησα σαν τον Χαρίλαο στους Ιπποπόταμους συντροφιάς και μάζεψα τουλάχιστον μία μικρή ποσότητα μαστίχι μες στον Αύγουστο, ό,τι ήταν πάνω πάνω δηλαδή, τον αφρό, έτσι για να πω πως έκανα κάποια παραγωγή και φέτος και για να μην τρέχω να σώσω τελευταία στιγμή ο.τι μπορώ από τα σιτζίμια του Αυγούστου. Οι εικόνα των Μαστιχοπαραγωγών με τους φακούς κεφαλής αναμμένους μες στη μαύρη νύχτα να σκουπίζουν στα πεταχτά κάτω απ’ τους σκίνους παραμονές της καταιγίδας είναι η πιο γλαφυρή περιγραφή της αγωνίας του αγρότη, που μπορείτε να δείτε.
Σαν ξημέρωσε πήρα μια γύρα τα μαστιχοτόπια κι αντίκρυσα την ολική καταστροφή. Ούτε να ξανακεντήσουμε δεν μπορούμε διότι χρειάζεται να στρώσουμε ασπρόχωμα ξανά και δεν υπάρχουνε τα ψυχικά κουράγια πρώτα απ’ όλα. Θυμήθηκα τις κατά καιρούς ολικές καταστροφές της σοδειάς που έχω διαβάσει στον παλαιό τοπικό Τύπο, ιδίως τις χρονιές 1971+72 δεν είχε μείνει τίποτα, δύο χρονιές σερί κλαιγανε όλους τους κόπους τους οι μαστιχοπαραγωγοί.
Εμείς οι αγρότες έχουμε εχθρούς τους πάντες, από τον μέρμηγκα μέχρι τον Θεό, έλεγε ο μαστρο Ορέστης στον Ζαχαρία Μελιτάκη, στα Απόνερα της Σοφίας και θυμήθηκα τα λόγια του. Σκέφτηκα τις πέρδικες που έρχονται και μου σκαλίζουν τα τραπέζια των σκίνων και μου χαλάνε το μαστίχι, σκέφτηκα τα τζιτζίκια που κάνουνε τρύπες στη γη κάτω από τους σκίνους και πέφτει μέσα το μαστιχάκι και το χάνω, έτσι κι αλλιώς όλα αυτά είναι η ομορφιά της συμβίωσης με το οικοσύστημα, ποτέ δεν τα αντιμετώπισα αλλιώς ούτως ή άλλως αλλά την ολική καταστροφή είναι λιγάκι δύσκολο να την χωνέψει κανείς.
Κατέβηκα στην πόλη. Πλημμυρισμένα καταστήματα δεκάδες, παρόλο έργο το αντιπλημμυρικό του χειμάρρου Καλοπλυτη, που έγινε πέρσι και καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι ο αντιδήμαρχος. Πλημμυρισμένη ακόμη και η αίθουσα του αεροδρομίου που μόλις παρελήφθη ανακαινισμένη εκ βάθρων.
Έργα δημοτικών και κυβερνητικών αρχών που είναι όλα για πέταμα.
Μετά από αυτά, μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα γίνει αν ποτέ αναλάβει κάποιος από την κυβέρνηση την ευθύνη και βάλει υπογραφή να λειτουργήσει το φράγμα 3.000.000 κυβικών νερού που φτιάξανε και το εγκαινίασαν κιόλας πέρσι, πάνω από την πολη, ούτε ένα χιλιόμετρο μακριά από τα τελευταία σπίτια.
Μια χώρα θλιβερή, να τρώνε οι μεγαλοεργολάβοι κονδύλια και να κλαίει ο κοσμάκης τα δημόσια λεφτά και κατόπιν τη ζωή του. Ο κοσμάκης όμως ψηφίζει με αυτά τα κριτήρια.
Την ώρα που περπατούσα ανάμεσα σε ανθρώπους που σφουγγάριζαν και σκούπιζαν δρόμους, πεζοδρόμια, καταστήματα, ακούω μια κυρία καλοβαλμένη, που είχε βγει την πρωινή της βόλτα στην αγορά, να μου λέει ξαφνικά και δίχως κάποιον πρόλογο: “πολύ ωραία η ομιλία σας προχθές στο Λωβοκομείο, συγκινητική, αλλά πιο πολύ μου άρεσε το κλου στο τέλος, αυτό με το αντιμόνιο, γκουντ!”
Ούτε να της πω ευχαριστώ δεν πρόλαβα. Πέρασε απέναντι και έφυγε. Σκέφτηκα μόνον ότι η δημοτική αρχή έχει ήδη ανοίξει τον λάκκο της, έχει απολέσει ήδη, με το θέμα των εξορύξεων, κάθε νομιμοποίηση στη συνείδηση των πολιτών και ακόμη δεν έχει κλείσει ούτε χρόνο. Και τώρα ο λάκκος της πλημμύρισε κιόλας και θάβονται οι άρχοντες σιγά σιγά στη λάσπη.








































































































