Βιβλιοπαρουσίαση ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ Του Γιάννη Τζούμα
Αγαπητοί φίλοι και φίλες,
Σας καλωσορίζω στον φιλόξενο αύλειο χώρο της Μονάδας Φροντίδας Ηλικιωμένων στα Καρδάμυλα, έναν χώρο που συμβολίζει την αλυσίδα των γενεών, τη μνήμη και την προσφορά.
Συναντιόμαστε απόψε για να τιμήσουμε ένα έργο που δεν είναι απλώς ιστορικό βιβλίο, αλλά καθρέφτης μνήμης και ντοκουμέντο ανθρωπιάς. Μια σταγόνα που μέσα της καθρεφτίζεται ολόκληρος ωκεανός από μνήμες, γεγονότα, πρόσωπα και συγκινήσεις :είναι ο Β΄τόμος της της έκδοσης «Μια σταγόνα ιστορίας της Χίου», του δημοσιογράφου Γιάννη Τζούμα, από τις εκδόσεις Αλφα Πι. Το βιβλίο αυτό καταγράφει τα γεγονότα μιας κρίσιμης δεκαετίας: από το 1934 έως το 1944, χρόνια που άλλαξαν τη Χίο και την Ελλάδα, χρόνια γεμάτα αντιθέσεις, από την ηρεμία και την κοινωνική ζωή των προπολεμικών χρόνων, μέχρι τη σκληρή δοκιμασία του πολέμου, της κατοχής, της πείνας, της φυγής και, τέλος, της απελευθέρωσης.
Η γραφή του Γιάννη Τζούμα δεν μένει σε μια ψυχρή καταγραφή. Ζωντανεύει τις μικρές και μεγάλες στιγμές, αξιοποιώντας μαρτυρίες, φωτογραφίες, αλλά και αποσπάσματα από εφημερίδες, που αποτελούν αυθεντική φωνή της εποχής. Και είναι αυτή η φωνή που θα μας συνοδεύσει και στη σημερινή αφήγηση.
Ο Γιάννης Τζούμας είναι γνωστός κυρίως ως δημοσιογράφος αλλά και συγγραφέας. Ιδρυτής, διευθυντής και εκδότης της εφημερίδας «Αλήθεια» στη Χίο, η οποία ιδρύθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1987, διευρύνθηκε σε ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σταθμό και σήμερα καλύπτει ενημέρωση και διαδικτυακά. Η παρουσίαση του πρώτου τόμου του βιβλίου του «Μια σταγόνα ιστορίας της Χίου 1911–1933» έγινε στις 8 Ιανουαρίου 2024, στην Βιβλιοθήκη Κοραή ταυτόχρονα με τα γενέθλια της εφημερίδας Αλήθεια.
Η ευαισθησία του για τη μνήμη, το πρόσωπο, τη φωνή του “ανώνυμου” Χιώτη, και η επιμονή του να διασώσει το παρελθόν που κινδυνεύει να χαθεί, τον καθιστούν έναν λαϊκό ιστοριοδίφη, έναν χρονικογράφο της Χίου, όπως θα λέγαμε με όρους του 19ου αιώνα. Στο πρόσωπό του συναντιούνται ο ερευνητής και ο αφηγητής, ο άνθρωπος που σέβεται τις πηγές αλλά δεν χάνει το βλέμμα της ψυχής, εκείνο που διακρίνει το ουσιώδες μέσα στο ταπεινό. Αυτό διακρίνεται και από την αφιέρωση του βιβλίου του στον Μητροπολίτη Ιωακείμ Στρουμπή και σε όσους έσωσαν τους προγόνους μας από την πείνα.
Ο συγγραφέας, με ύφος γλαφυρό, οικείο αλλά ταυτόχρονα τεκμηριωμένο και ερευνητικό και με γλώσσα απλή και κατανοητή, συγκεντρώνει στον τόμο αυτό σύντομα κείμενα για πρόσωπα, γεγονότα και στιγμές του παρελθόντος που σημάδεψαν την ιστορική και πολιτισμική πορεία του νησιού μας.
Με λόγο άμεσο, ζωντανό και συχνά ευτράπελο, ο συγγραφέας φωτίζει όψεις της χιακής ζωής που σπάνια καταγράφονται: δρόμοι που κατασκευάσθηκαν με αφορμή πολιτικές επισκέψεις, σχολεία και ιατρεία που ιδρύθηκαν χάρη στη γενναιοδωρία ευεργετών, γιατροί που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς, ιερείς που διακόνησαν τη μνήμη και την πίστη, αγρότες και δάσκαλοι που στήριξαν τον τόπο στην αφάνεια. Με ξεχωριστή ευαισθησία καταγράφει τις ναυτικές οικογένειες της Χίου, εκείνες που, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «πενθούν καθ’ όλο το διάστημα που οι δικοί τους θαλασσοπνίγονται», αποδίδοντας τη σιωπηλή αγωνία ενός νησιού που ζει από τη θάλασσα αλλά πληρώνει κάποτε-κάποτε το τίμημά της. Γιατί μια ευχή ακούγεται καθημερινά από τα στόματα των οικογενειών π.χ. των Καρδαμυλιτών «Θεέ μου φύλαγε όλο τον κόσμο και αν θες, γύρνα και δες και τους δικούς μας που ταξιδεύουν».
Παράλληλα, ο συγγραφέας αφιερώνει χώρο και στις εκκλησιαστικές υποθέσεις, στα ζητήματα περιβάλλοντος, στην προφορική ιστορία και στις παραδόσεις, χωρίς να παραβλέπει και τη νεανική ενέργεια που εξέφραζαν οι τοπικοί αθλητικοί σύλλογοι, οι φιλικοί αγώνες, τα πρωταθλήματα ποδοσφαίρου και στίβου, που προσέφεραν ευκαιρίες συνεύρεσης, ενότητας και δημιουργικής έκφρασης.
Το ιδιαίτερο βάρος του έργου του όμως έγκειται στο γεγονός ότι όλα αυτά δεν τα αφηγείται αφηρημένα ή επετειακά: ο Γιάννης Τζούμας τεκμηριώνει την αφήγησή του με πρωτογενές υλικό, αντλημένο από την ζωντανή παρακαταθήκη γνώσης της Βιβλιοθήκης Κοραή, τις τοπικές εφημερίδες, προσωπικά αρχεία, επιστολές, μαρτυρίες και φωτογραφίες, αποδίδοντας στα γεγονότα αυθεντικότητα και ιστορικό βάθος.
Και ακόμη πιο ουσιαστικό: παράλληλα με τη Χίο, ανοίγει το βλέμμα του προς τον κόσμο. Αναφέρεται σε γεγονότα της Ευρώπης, των Ηνωμένων Πολιτειών, τις ΗΠΑ,της Ασίας, της Άπω Ανατολής δείχνοντας πως η ιστορία της Χίου δεν είναι απομονωμένη, αλλά παράθυρο στο παγκόσμιο σκηνικό.
Το έργο του δεν είναι απλώς χρονικό, είναι ανθολόγιο συλλογικής μνήμης, όπου η μικροϊστορία συναντά τη μεγάλη Ιστορία και κάθε πρόσωπο ή γεγονός ανακτά την αξία του ως μοναδικό κύτταρο ζωής του τόπου και του κόσμου. Τα γεγονότα καταγράφονται με σχολαστική ακρίβεια, ακολουθώ-ντας τη ροή της ιστορίας μήνα προς μήνα και ημέρα προς ημέρα.
Για να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ο συγγραφέας παρεμβάλει στην διήγησή του ιστορίες της καθημερινότητας με πνευματώδες και ανάλαφρο ύφος. Η ανάγνωση του βιβλίου προβληματίζει τον αναγνώστη, τον προτρέπει να ερευνήσει, να μάθει, να αναλύσει και τέλος τον ενεργοποιεί ώστε να αναπτύξει την δική του θέση και άποψη για τα γεγονότα της πατρίδας μας.
Ο Β΄ τόμος της έκδοσης «Μια σταγόνα Ιστορίας της Χίου» αποτελείται από 256 σελίδες συν τα εξώφυλλα. «Το θλιμμένο βλέμμα του άμαχου πληθυσμού του 1940, γυναικών και παιδιών στο εξώφυλλο αποτυπώνει το ανθρώπινο κόστος του πολέμου – την απώλεια, τον ξεριζωμό, τη γυναικεία αντοχή και την παιδική αθωότητα που συντρίβεται – ως σιωπηλή κατηγορία απέναντι στη βία και την αδικία. Το οπισθόφυλλο με εικόνες από την απελευθέρωση του 1912, τη Μικρασιατική Καταστροφή, θέματα του Α΄ τόμου της έκδοσης οδηγούν τον αναγνώστη στην επόμενη ιστορική περίοδο.
Στα περιεχόμενα καταγράφονται τα έντεκα κεφάλαια-ενότητες, όσα και τα έτη της ιστορίας που αναπτύσσει. Κάθε έτος αποτελεί μια ξεχωριστή αυτοτελή συγγραφική ενότητα που όμως όλες μαζί συνδέονται και ολοκληρώνουν την πιο συγκλονιστική δεκαετία της τοπικής μας ιστορίας, όπως αναφέρει ο ίδιος στο εισαγωγικό του σημείωμα.
Το πρώτο κεφάλαιο έχει τίτλο «Η χρονιά που τον δήμαρχο τον έβγαλαν οι γυναίκες» και το τελευταίο κεφάλαιο «Η χρονιά της απελεθέρωσης».
Ο συγγραφέας συνδέει τον πρώτο με τον δεύτερο τόμο με σύντομη αναφορά στο 1933: την άνοδο του Χίτλερ, την αποχώρηση της Γερμανίας από την Κοινωνία των Εθνών και τις βαλκανικές συνδιασκέψεις που κατέληξαν στο Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934, ανάμεσα στην Ελλάδα, την Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και την Τουρκία, ως προσπάθεια σταθεροποίησης της περιοχής μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τη Μικρασιατική Καταστροφή.»
Αρχίζει, λοιπόν, την αφήγησή του με το δικαίωμα ψήφου των γυναικών σε δημοτικές εκλογές και κλείνει το σύγγραμμά του με την χρονιά της απελευθέρωσης. Δεν είναι τυχαίο. Η γυναίκα και η απελευθέρωση πορεύονται από κοινού μέσα στην ιστορία ως δύο έννοιες βαθιά συνδεδεμένες με την ένταση, την πάλη, τον πόνο αλλά και το φως της αναγέννησης. Στην Επανάσταση του 1821, οι γυναίκες ήταν όχι μόνο μητέρες των πολεμιστών αλλά και μαχήτριες.
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Χίο, στα χωριά και στις πόλεις, γυναίκες έκρυψαν αγωνιστές, έραψαν σημαίες, θρήνησαν σιωπηλά, δίδαξαν τα παιδιά υπό κατοχή. Σε κάθε μορφή δουλείας, φασισμού, φτώχειας, ανδροκρατίας, η γυναικεία αντίσταση διατηρούσε τη μορφή της σιωπηλής επανάστασης.
Το έτος 1934 που αναφέρεται στις σελίδες 11 έως 30 υπήρξε χρονιά σημαντικών κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων για τη Χίο. Το 1934 σηματοδοτεί στα μέσα της δεκαετίας του Μεσοπολέμου μια εποχή αλλαγών αλλά και πολιτικών εντάσεων. Η παρουσία του Μεταξά και της δικτατορίας, σε συνδυασμό με τις μεταβολές στην οικονομία και την κοινωνία, διαμόρφωσαν το σκηνικό πάνω στο οποίο θα κλιμακωθούν τα μετέπειτα δραματικά γεγονότα (πόλεμος, Κατοχή, αντίσταση). Ο συγγραφέας μέσα από τον δημοσιογραφικό του φακό και τις τοπικές εφημερίδες της Χίου, καταφέρνει να αναδείξει πτυχές της καθημερινής ζωής σε αυτή τη χρονική στιγμή, πώς ζούσαν, τι τους απασχολούσε, πώς αντιμετώπιζαν τις πολιτικές ανακατατάξεις, τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας, ανάμεσα στην ατομικότητα των παραγωγών και την κρατικά θεσμοθετημένη συλλογικότητα.
Η δημιουργία της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών Χίου αποτέλεσε σταθεροποιητικό και προστατευτικό μηχανισμό για τη μαστιχοπαραγωγή και αναδείχθηκε σε θεμέλιο της οικονομίας και της ταυτότητας της Χίου, διασφαλίζοντας αφενός την ποιότητα και τις εξαγωγές, και αφ’ ετέρου την ενότητα των Μαστιχοχωρίων απέναντι στις προκλήσεις της αγοράς.
Η Χίος του 1934 βρίσκεται σε μια περίοδο σχετικής ηρεμίας, αλλά και προσμονής. Το νησί διατηρεί τον παραδοσιακό του χαρακτήρα, με τις αγροτικές και ναυτικές ασχολίες να καθορίζουν την οικονομία και τον ρυθμό ζωής. Στις σελίδες του βιβλίου καταγράφονται ειδήσεις για τοπικά έργα υποδομής, κοινωνικές εκδηλώσεις, η απεργία των εργαζομένων στα βυρσοδεψεία, και περιστατικά που σκιαγραφούν το καθημερινό πρόσωπο του τόπου.
Είδηση για το νησί είναι η άφιξη του Ελευθέριου Βενιζέλου στις 3 Μαΐου 1934 με την σύζυγό του Έλενα, η οποία όπως αναφέρει η εφημερίδα Νέα Χίος, είναι «θυγάτηρ πατρώζουσα μεγάλων κατά το αίσθημα και την ψυχήν γεννητόρων, εκληρονόμησεν παρ’ αυτών όλας τας αρετάς που χαρακτηρίζουν την οικογένεια Σκυλίτση και μεταξύ αυτών φιλοπατρίαν».
Το 1934, λοιπόν, εμφανίζεται ως το σημείο καμπής: όχι μόνο ως έτος με συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά ως η χρονιά που καθορίζεται ο τρόπος με τον οποίο η Χίος θα βιώσει και θα αντιδράσει στις επερχόμενες κρίσεις.
Η ταραγμένη χρονιά του 1935 (σελίδες 31-42) ξεχωρίζει για πολιτικές αναταράξεις στην Ελλάδα που κορυφώθηκαν με την παλινόρθωση της βασιλείας, αλλά και για σημαντικές τοπικές ειδήσεις. Στο βιβλίο «Μια σταγόνα ιστορίας της Χίου», αποτυπώνεται με σαφήνεια το κλίμα πολιτικού διχασμού, κοινωνικής έντασης και διαρκούς ανησυχίας, που δεν άφηνε περιθώρια για ουσιαστικό σχεδιασμό και ανάπτυξη. Ανύπαρκτο οδικό δίκτυο καθιστά την μετακίνηση ακατόρθωτη. Επί παραδείγματι, η πρόσβαση στα Αγιάσματα της Κεράμου με τα ιαματικά λουτρά είναι αδύνατη, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην περιγραφή της εφημερίδας «Νέα Χίος» στις 13 Ιουνίου 1935.
Γενική περιγραφή της κατάστασης της πόλης και του νησιού δίνει ο Νίκος Ζορμπάς, τότε Αξιωματικός του Π. Ναυτικού, (μετέπειτα βουλευτής του Κέντρου) στις 19 Ιουλίου 1935: «Ενώ εις την Χώραν συναντώμεν εκδηλώσεις του σύγχρονου πολιτισμού, βλέπομεν αγγλίδες δασκάλισες και γερμανίδες γκουβερνάντες, εις τα Καρδάμυλα μοντέρνες προσφυγικές μονοκατοικίες, εις τα άλλα χωριά βλέπομεν συμπολίτες να ζουν εις ανήλια καταγώγια, μαζί με τα ζώα, σωστούς τρωγλοδύτες, τους βλέπομεν ακαθάρτους και καχεκτικούς, μαραζωμένους. Διασχίζοντας την Χίον είναι σαν να ξεκινάς από το Παρίσι για να καταλήξεις στις βρώμικες συνοικίες των περσικών χωριών».
Στις 8 Μαρτίου 1935 καταφθάνει στη Χίο το πολεμικό θωρηκτό ΑΒΕΡΩΦ με τον αρχηγό του στόλου Ναύαρχο Δεμέστιχα, και στις 4 Απριλίου 1935 καταργείται το εκλογικό προνόμιο των Νήσων Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών να βγάζουν δικούς τους βουλευτές και τα Ψαρά έκτοτε υπάγονται τον Νομό Χίου.
Πολλές απαγορεύσεις ανακοινώνονται, αλλά μια ασυνήθιστη είναι η απαγόρευση του Μητροπολίτη Χίου Ιωακείμ, ο οποίος απαγόρευσε με απόφασή του την συγκέντρωση των Επιταφίων στην πλατεία Βουνακίου (μετέπειτα Ν. Πλαστήρα) διότι «λόγω αλλαλάζοντος πλήθους απωλέσθησαν ο Επιτάφιος του Μητροπολιτικού Ναού, οι ιερείς και οι ψάλτες. Όμως, ευτυχώς ευρέθησαν μετά από μισή ώρα και η πορεία συνεχίστηκε». Η απαγόρευση όπως ήταν φυσικό, δεν είχε συνέχεια.
Το έτος 1936 (σελίδες43-66) είναι έτος οριακό για την πορεία του ελληνικού κράτους στον 20ό αιώνα. Είναι η χρονιά του θανάτου ενός Βενιζέλου και η γέννηση της 4ης Αυγούστου.
Στις σελίδες αυτές αποτυπώνεται η καθημερινή προσπάθεια να συνεχιστεί η ζωή, παρά τα σύννεφα που αρχίζουν να πυκνώνουν.
Σφραγίστηκε από τον θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου, της σημαντικότερης πολιτικής μορφής του Νεοελληνικού Κράτους και από την γέννηση του αυταρχικού καθεστώτος υπό τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος προτάσσοντας ως άλλοθι την αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου και την ανάγκη “εθνικής ενότητας”, εγκαινίασε μια περίοδο λογοκρισίας, διώξεων, εξοριών και κρατικής προπαγάνδας. Προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 26 Ιανουαρίου 1936,οι υποψήφιοι διεκδικούν ευκαιρίες, όμως η αλήθεια λάμπει στο απόσπασμα της Νέας Χίου:
«Κανένας άλλος τόπος δεν έχει εγκαταλειφθεί από το κράτος όσο η Χίος. Δεν έχει δρόμους, δεν έχει τηλέφωνο, δεν έχει ανάλογο αριθμό Σχολείων. Τα ζητήματα της μαστίχης, των εσπεριδοειδών, των καζανιών και τόσα άλλα μένουν άλυτα τόσα χρόνια γιατί κανείς δεν ξέρει να τα χειριστεί».
Και μέσα σ’ αυτά τα γεγονότα ένα σπάνιο αστρονομικό γεγονός προκάλεσε ενθουσιασμό και φόβο στους Χιώτες: Η ολική έκλειψη ηλίου της 19ης Ιουνίου 1936, ορατή σε όλη την Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Χίο, όπου καταγράφηκε ως ολική ή σχεδόν ολική. Το γεγονός αποτέλεσε ένα σημείο στοχασμού μέσα σε μια εποχή πολιτικού σκότους.
Στις 20 Ιουνίου 1936 ο Φώτης Αγγουλές, εκδότης της εβδομαδιαίας εφημερίδας «ΑΛΗΘΕΙΑ» καταδικάζεται σε τρίμηνη φυλάκιση χωρίς αναστολή και πρόστιμο 10.000 δραχμών, επειδή χαρακτήρισε φασίστα τον Μουσολίνι και μηνύθηκε από τον Ιταλό Πρέσβη στην Αθήνα. Την 1η Ιουλίου 1936 ιδρύεται παιδαγωγική Ακαδημία στη Μυτιλήνη, επιδίωξη του Γεωργίου Παπανδρέου, η οποία δημιουργείται ως Παιδαγωγική Ακαδημία Αιγαίου.
Η Χίος του 1936, ανάμεσα σε ουράνια φαινόμενα και γήινους κλυδωνισμούς, στεκόταν στο μεταίχμιο: μεταξύ επιστήμης και δεισιδαιμονίας, δημοκρατίας και δικτατορίας, φωτός και σκότους.
Το 1937 (σελίδες 67-84) βρίσκει την Ελλάδα υπό το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, με τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά να έχει εδραιώσει τον έλεγχο στην κοινωνία και τον δημόσιο λόγο. Όμως, η Χίος παρά τις πολιτικές εξελίξεις, διατηρεί ζωντανή την πολιτιστική της δραστηριότητα κάτι που δείχνει τη βαθιά αγάπη του χιώτικου λαού για την παιδεία και τις τέχνες, ακόμη και σε εποχές πολιτικής αβεβαιότητας. Θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες και σχολικές γιορτές γεμίζουν την καθημερινότητα των κατοίκων, ενώ οι εφημερίδες αρχίζουν να καταγράφουν ανησυχίες για την διεθνή κατάσταση, με την άνοδο αυταρχικών καθεστώτων στην Ευρώπη, αφού την ίδια εποχή στην Ισπανία κυβερνά ο Φράνκο, στη Γερμανία ο Χίτλερ.
Στο πλαίσιο αυτό, η επίσκεψη του βασιλιά Γεωργίου Β΄ στη Χίο στις 22Φεβρουαρίου του 1937, υπήρξε σημαντικό πολιτικό και συμβολικό γεγονός: από τη μια επιβεβαίωση του καθεστώτος, από την άλλη προσπάθεια επίδειξης “λαϊκής αποδοχής” της μοναρχίας. Το νησί ντύθηκε στα γαλανόλευκα και οι εφημερίδες έγγραφαν για την μεγάλη τιμή και τη λαϊκή συγκίνηση. Όμως πίσω από τη θεσμοποιημένη ευφορία, πίσω από την επίσημη γλώσσα και τα σιωπηλά βλέμματα, γεννήθηκε ένα ερώτημα, που αναφέρεται χαρακτηριστικά στις σελίδες του βιβλίου:
«Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά, πατέρα;» Ερώτημα ενός παιδιού, ίσως, ή μιας συνείδησης που δεν μπορούσε να συμμετάσχει στον θρίαμβο της επιβολής.
Εδώ μπορούμε να πούμε ότι θυμίζει στίχους Καβάφη, Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης, και Περιμένοντας του Βαρβάρους όπου ο λαός χειροκροτεί μηχανικά χωρίς να κατανοεί ποιος κυβερνά, ή αναρωτιέται : «Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι; Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα».
Και ενώ η Χίος δέχεται τους απόηχους των διεθνών εξελίξεων και των κρατικών επιταγών, ο συγγραφέας αναφέρεται στην άλλη Χίο, σ’ εκείνη που αποκτά δρόμους, όπως η Εθνική οδός Χίου – Μεστών, κατά τα εγκαίνια της οποίας παρόντες ήταν ο Μητροπολίτης Χίου Ιωακείμ και ο πρωτοπρεσβύτερος Γιάννης Γκιάλας, πατέρας του ποιητή Αλέξανδρου Γκιάλα (Γ.Βερίτη) και η Εθνική οδός Χίου – Καρδαμύλων, της οποίας τα εγκαίνια έγιναν τον Αύγουστο του 1937.
Το 1938 (σελίδες 85-102) είναι η χρονιά της φιλαρμονικής και του «Εδώ Αθήναι» από το κρατικό ραδιόφωνο! Με τον τίτλο αυτό βγήκε στον αέρα η πρώτη επίσημη εκπομπή της τότε Υπηρεσίας Ραδιοφωνικών Εκπομπών (ΥΡΕ) από τους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου στην Αθήνα. Στη Χίο δημιουργείται η Φιλαρμονική από τον Ιταλό Μαέστρο Μαρτίνι, και το «Σωματείο Φιλαρμονικής Χίου».
Και παρότι συζητούνται βελτιώσεις σε σχολεία, λιμάνια και δρόμους, καταγράφονται και τα πρώτα σημάδια στρατιωτικής κινητικότητας, εν όψει της ασταθούς διεθνούς σκηνής. Ωστόσο, το έτος ξεκινάει χαρμόσυνα με τους γάμους του διαδόχου Παύλου και της πριγκίπισσας Φρειδερίκης-Λουΐζας.
Το 1938 είναι προθάλαμος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η χρονιά που ο κόσμος έτριζε εκ των έσω. Η Χίοςείναι μεν απομακρυσμένη αλλά όχι αμέτοχη. Ο συγγραφέας αναφέρει αναλυτικά τα γεγονότα μήνα προς μήνα, ημέρα προς ημέρα.
Το Μάρτιο του 1938 η Χίος συνδέεται τηλεγραφικά με τον Τσεσμέ και την Σμύρνη και γίνεται δίαυλος για την επικοινωνία της Αθήνας με το Ελληνικό Προξενείο στη Σμύρνη.
Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, ακόμη και σε τοπικό επίπεδο, η επιβολή του «νέου πνεύματος» είναι παρούσα στις τελετές, στα σχολεία, στη γλώσσα των εφημερίδων. Κι όμως, παρά την επισήμως επιβαλλόμενη κανονικότητα, η Χίος εξακολουθεί να αποκτά δρόμους, όπως η οδός Πατρικών, Κοινής, Καλαμωτής και η κατασκευή της οδού Βολισσού-Αγίας Μαρκέλλας.
Μια πονεμένη ιστορία αναδύεται από τις γραμμές του βιβλίου: της Κόρης το Γεφύρι και η κατασκευή φράγματος για να λυθεί το πρόβλημα υδροδότησης της πόλης και του Κάμπου. Η υπόθεση ξεκίνησε το 1927, όταν ο Χιώτης Μηχανικός Αντ. Κωστάλας, με πρωτοβουλία του Φιλοτεχνικού Ομίλου Χίου πραγματοποίησε ομιλία σχετικά με την σχηματισθείσα υδατολίμνη στην περιοχή, όμως παραμένει αντικείμενο διαπραγματεύσεων επί δεκαετίες, πλησιάζοντας να συμπληρώσει έναν αιώνα συζητήσεων χωρίς οριστική λύση».
Και μια άλλη πονεμένη ιστορία είναι το λιμάνι των Καρδαμύλων, το οποίο ολοκληρώθηκε το έτος 2023 αλλά τώρα συζητάμε για εκβάθυνση αφού δεν μπορούν να προσεγγίσουν μεγάλα αλιευτικά. Ωστόσο, τότε, το λιμάνι θα ήταν λίγο πιο βαθύ αφού κατέπλευσαν δύο μεγάλα φορτηγά το «Αλιάκμων» και το «Γεώργιος Λιβανός».
Το 1939 (σελίδες 103-118) σηματοδοτεί την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η χρονιά που μυρίζει πόλεμο, όπως την αναφέρει ο συγγραφέας.
Η χρονιά αυτή χαρακτηρίζεται από περιορισμούς στις ελευθερίες και έντονη λογοκρισία στον Τύπο, είναι προοίμιο πολέμου: στρατιωτική κινητοποίηση, στρατολογήσεις και προετοιμασία υποδομών, αβεβαιότητα και πολιτική καταστολή.
Ο συγγραφέας βασίζεται σε ρεπορτάζ και αρχεία του τοπικού Τύπου, αποτυπώνοντας λεπτομερώς την καθημερινότητα της εποχής. Η Χίος εξελίσσεται όπως αναφέρεται στην εφημερίδα «Νέα Χίος» εις μίαν πόλιν συγχρονισμένην, νεωτερίζουσαν, άξιαν της περί αυτής καλής φήμης ως Παρισάκι και άνθος της Ανατολής κλπ.
Ο Μητροπολίτης Χίου Ιωακείμ δημοσιοποίησε σχέδια για την ανέγερση νέου Νοσοκομείου, για το οποίο οι κάτοικοι του εξωτερικού οργανώνουν εράνους, ενώ οι ντόπιοι προσφέρουν προσωπική εργασία.
Η «σταγόνα» του 1939 αποτυπώνει την αλλαγή από την καθημερινή ζωή στη σκιά του πολέμου, όπως την έζησαν οι Χιώτες πριν την επίσημη εμπλοκή τους.
Η περίοδος 1940–1944 που περιγράφεται αναλυτικά στις σελίδες 109 έως 253 υπήρξε μια από τις πιο δραματικές και καθοριστικές στη σύγχρονη ιστορία της Χίου. Μέσα σε πέντε μόλις χρόνια, το νησί γνώρισε τη φρίκη του πολέμου, την επιβολή της κατοχής, την εξαθλίωση της πείνας, τη μαζική φυγή και τελικά την πολυπόθητη απελευθέρωση.
Ακολουθώντας τη μαρτυρική αυτή διαδρομή, θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε εν συντομία στα γεγονότα μέσα από τη ματιά του χιώτικου λαού, όπως αποτυπώνονται στο έργο του Γιάννη Τζούμα.
Το 1940 είναι η χρονιά του πολέμου! Και μέσα στη χρονιά του πολέμου κάνει πρεμιέρα στο εξωτερικό η μεγάλου μήκους ταινία κινουμένων σχεδίων του Walt Disney ΠΙΝΌΚΙΟ και μεταδίδεται για πρώτη φορά τηλεοπτικά αγώνας καλαθοσφαίρισης. Σε μια ανάστατη Ευρώπη, όπου κάποιοι προσπαθούν να ξεφύγουν από τον άξονα Βερολίνου-Ρώμης, η Μόσχα διακηρύσσει την ένωση των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Εσθονίας, Λετονίας, Λιθουανίας.
Η Ελλάδα δεν έχει μπει ακόμη στον πόλεμο, η Χίος ταλαιπωρείται μεν από παγετώνες, ωστόσο πανηγυρίζει για την ονομαστική εορτή του Κυβερνήτη και «πρώτου αγρότη της χώρας» Ιωάννη Μεταξά και για το νέο κινηματοθέατρο της πόλης, κοντά στο Τελωνείο.
Ευχάριστη είδηση είναι ότι εγκαινιάζεται η οδός Χίου-Μεστών-Πασαλιμανίου, όπως λεγόταν τότε ο Λιμένας Μεστών.
Όμως, η ιταλική επιθετικότητα κορυφώνεται και, στις 15 Αυγούστου 1940, ανήμερα της Κοίμησης της Θεοτόκου το καταδρομικό Έλλη τορπιλίζεται και βυθίζεται στην Τήνο. Το πλήγμα, σε καιρό ειρήνης και πριν η Ιταλία κηρύξει πόλεμο, θα μείνει στην ιστορία ως προοίμιο του Ελληνοϊταλικού πολέμου που ξέσπασε στις 28 Οκτωβρίου.
Ο ελληνικός, και μαζί του ο χιακός λαός, ξεχύνεται στους δρόμους. Ζητωκραυγές υπέρ του Έθνους, του Βασιλέως, του Εθνικού Κυβερνήτη και του πολέμου σκεπάζουν την ανησυχία. «Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω ο Βασιλεύς! Ζήτω ο Κυβερνήτης! Ζήτω η Ελληνική Χίος!» Είναι το «Όχι» του λαού ή το «Όχι» του Μεταξά; Ίσως δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως η Ελλάδα βαδίζει πλέον προς τον πόλεμο, και η Χίος απαντά με ενθουσιώδες συλλαλητήριο.
Μέσα σε αυτή τη δίνη, δημοσιεύεται η γεωλογική μελέτη του καθηγητή Παρασκευαΐδη, που επιβεβαιώνει παλαιότερο πόρισμα του Κ. Κτενά: στα Κεραμεία εντοπίστηκαν οστά μαμούθ. Το εύρημα ενισχύει την άποψη πως η Χίος υπήρξε κάποτε ενωμένη με τη μικρασιατική ακτή, καθώς η νησιωτική πανίδα δεν θα μπορούσε να θρέψει τέτοια θηλαστικά.
Την ίδια στιγμή, στον Κάμπο ξεκινούν οι αγροτικές γιορτές με επίκεντρο τη Γεωργική Σχολή. Βραβεία, μετάλλια και διπλώματα απονέμονται σε παραγωγούς που διακρίθηκαν στην Έκθεση Θεσσαλονίκης. Πίσω όμως από την επιμελημένη εικόνα της κανονικότητας, η επιστράτευση πλησιάζει αδυσώπητα. Οι άνδρες αναχωρούν για το μέτωπο και υπάρχει έντονη κινητοποίηση των τοπικών αρχών για την οργάνωση της άμυνας. Παράλληλα, η κοινωνία δείχνει εντυπωσιακή αλληλεγγύη: οι γυναίκες ράβουν ρούχα και ετοιμάζουν δέματα για τους στρατιώτες, οι μαθητές συμμετέχουν σε εράνους, και η εκκλησία οργανώνει ειδικές δεήσεις.
Το 1941 βρίσκει την Ελλάδα και τη Χίο κάτω από τη βαριά σκιά του πολέμου. Ο Ιωάννης Μεταξάς πεθαίνει, οι κυβερνήσεις αλλάζουν σύμφωνα με τις επιθυμίες των Γερμανών και η παρουσία των κατακτητών γίνεται αισθητή σε κάθε πτυχή της ζωής. Η κυκλοφορία περιορίζεται, τα τρόφιμα αρχίζουν να σπανίζουν, και η αίσθηση της ανασφάλειας γίνεται μόνιμος σύντροφος. Τα νέα από το μέτωπο μεταφέρονται από στόμα σε στόμα, σε έναν κόσμο που φλέγεται.
Ο γυμνασιάρχης Γεώργιος Μαδιάς, Καρδαμυλίτης, αποτυπώνει σε κείμενό του με συγκίνηση και ρεαλισμό τη σκληρότητα του πολέμου και την ανδρεία των νέων που είτε τραυματίζονται είτε πέφτουν νεκροί υπέρ πατρίδος και «τους θεωρεί υπεράνθρωπους και ανώτερους από τους αρχαίους Θεούς, οι οποίοι πληρωμένοι έτρεχαν στον Όλυμπο, αλλά και ανώτερους από τους ήρωες του Τρωικού Πολέμου, και αυτού του 1821, οι οποίοι ετραγώδουν το πάθημά των».. Συγκλονίζει η επιστολή του Νικολάου Παγκαλή προς τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως, μετά τον ηρωικό θάνατο του γιου του, ανθυπολοχαγού Γεωργίου Παγκαλή. Με λόγια λιτά δηλώνει πως, παρότι θρηνεί για το χαμό του γιου του, αισθάνεται υπερήφανος που το παιδί του θυσιάστηκε για να ελευθερωθεί η πατρίδα.
Η Χίος, μόλις 29 χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, βρίσκεται και πάλι σκλάβα. Ο ποιητής Φώτης Αγγουλές δίνει με ελάχιστες λέξεις όλη τη φρίκη της στιγμής:
Φασίστες ήρθανε στον τόπο μας,/Φασίστες πήραν τα σπαρτά μας,/
Φασίστες σκότωσαν τ’ αδέλφια /και τυραγούνε τα παιδιά μας. /
Κάψανε το φτωχό μας σπιτικό/ και κούρσεψαν την πολύσια χώρα,/
Φασίστες ήρθανε και φέρανε/ Λιμό, θανατικό και μπόρα.

Η Ευρώπη την ίδια χρονιά ζει τη ραγδαία εξάπλωση της ναζιστικής κυριαρχίας. Σχεδόν όλη η ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη καταρρέει, η Βρετανία αρχίζει τη σθεναρή της αντίσταση και ο πόλεμος αποκτά πραγματικά παγκόσμια διάσταση καθώς συμμαχίες άλλαξαν και μέτωπα άνοιξαν από τη Νορβηγία έως τα Βαλκάνια.
Το 1942 είναι η πιο σκοτεινή χρονιά της κατοχής, η χρονιά της πείνας και το 1943 είναι η χρονιά της μεγάλης φυγής. Η έλλειψη τροφίμων κορυφώνεται, οικογένειες υποφέρουν και οι θάνατοι από ασιτία πληθαίνουν. Ο νομάρχης της Χίου, Θεμιστοκλής Αθανασιάδης, υπογράφει αγορανομικές διατάξεις που απαγορεύουν τη σφαγή και την πώληση κρέατος εκτός των ημερών που ορίζονται ώστε να τραφούν πρώτοι οι Γερμανοί:. «Από τούδε και εις το εξής επειδή πρέπει να τραφούν πρώτοι απ’ όλους οι Γερμανοί, σφαγή κρεάτων επιτρέπεται μόνο Παρασκευή και πώληση μόνο Σάββατο. Το ίδιο ισχύει και για το λάδι, ενώ απαγορεύεται η εξαγωγή τροφίμων». Συσσίτια οργανώνονται, η αλληλεγγύη γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου. Όσοι έχουν περισσότερα μοιράζονται με τους γείτονες, μικρές ομάδες ανταλλάσσουν προϊόντα. Το χρήμα χάνει κάθε αξία και οι συναλλαγές γίνονται σε είδος. Στο περιθώριο, ανθούν οι μαυραγορίτες. Τα λαϊκά συσσίτια έχουν διακοπεί και μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα είχε χαθεί χωρίς την προσφορά του Μητροπολίτη Χίου Ιωακείμ Στρουμπή, με αφανή συνεργάτιδά του την Καλλιόπη Ζ. Μίχαλου.
Κι όμως, ακόμη και μέσα σε αυτή τη μαύρη χρονιά, η φλόγα της ελπίδας δεν σβήνει: κρυφές ειδήσεις για την πρόοδο των Συμμάχων κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα. Η Ιταλία συνθηκολογεί τον Σεπτέμβριο του 1943 και η Χίος περνά υπό γερμανική κατοχή. Η κατάσταση γίνεται πιο επικίνδυνη και σκληρή, οι περιορισμοί αυξάνονται, οι συλλήψεις πυκνώνουν, και η ανασφάλεια κορυφώνεται. Πολλοί Χιώτες αποφασίζουν να φύγουν, με κάθε μέσο και κίνδυνο, προς τη Μέση Ανατολή ή άλλες περιοχές υπό συμμαχικό έλεγχο. Οι αντιστασιακές οργανώσεις εντείνονται. Το κλίμα αλλάζει. Παρά την πείνα και τον φόβο, η πίστη στην απελευθέρωση δυναμώνει.
Το 1944 η γερμανική κατοχή αρχίζει να καταρρέει. Οι φήμες για την αποχώρηση των στρατευμάτων πληθαίνουν, η ένταση είναι διάχυτη· κάθε μέρα μπορεί να φέρει την ελευθερία, αλλά και τον κίνδυνο της εκδίκησης. Ο τόπος κρατά την ανάσα του, περιμένοντας το τέλος μιας μακράς και σκοτεινής δοκιμασίας.
Όμως ενώ η απελευθέρωση της Ελλάδας τον Οκτώβριο του 1944 έφερε προσδοκία ειρήνης και αναγέννησης, η χώρα βυθίζεται σε μια νέα δραματική σύγκρουση: τα Δεκεμβριανά. Από τις 3 Δεκεμβρίου 1944 ως τις αρχές Ιανουαρίου 1945, η πρωτεύουσα γίνεται πεδίο μάχης: το ΕΑΜ–ΕΛΑΣ συγκρούεται με τον κυβερνητικό στρατό και τους Βρετανούς. Η σύγκρουση δεν έφερε ενότητα, αντίθετα προανήγγειλε τον μεγάλο Εμφύλιο Πόλεμο. Έτσι, το 1944 μένει στην Ιστορία όχι μόνο ως χρονιά απελευθέρωσης, αλλά και ως πρόλογος μιας νέας τραγωδίας.
Η περίοδος 1934–1944, όπως μας την αφηγείται ο Γιάννης Τζούμας μέσα από τον Β΄ τόμο του έργου του, είναι μια τοιχογραφία ανθρώπων και γεγονότων. Δεν είναι μόνο μια καταγραφή, είναι μια υπενθύμιση ότι η ιστορία μας ζει μέσα στις μαρτυρίες, στις εφημερίδες, στα βλέμματα των ανθρώπων που έζησαν εκείνα τα χρόνια.
Ο Γιάννης Τζούμας δεν γράφει από απόσταση. Γράφει με τη ζεστασιά εκείνου που έχει ζήσει, έχει ακούσει, έχει δει, έχει νοιαστεί. Κάθε αφήγηση, είτε μιλά για έναν άγνωστο ήρωα, είτε για έναν ευεργέτη της Χίου, είτε για ένα περιστατικό από τη Γερμανική Κατοχή ή τη Μικρασιατική Καταστροφή, φέρει μέσα της σεβασμό, μνήμη και ευγνωμοσύνη.
Το βιβλίο αποτελεί ένα χρονικό της Χίου μέσα από στιγμές μικρές και μεγάλες. Δεν περιορίζεται μόνο στα μεγάλα γεγονότα, αντίθετα, στέκεται στα μικρά, στα ταπεινά, σ’ εκείνα που συχνά παραβλέπει η “επίσημη” Ιστορία, αλλά που συγκροτούν το σώμα της τοπικής ταυτότητας.
Πέρα όμως από το ιστορικό του περιεχόμενο, το βιβλίο είναι κι ένα μάθημα ήθους και στάσης ζωής. Γιατί μέσα από τις ιστορίες του ξεπροβάλλει ένα διαρκές μήνυμα: ότι η Ιστορία δεν είναι μόνο για να τη μελετάμε, είναι για να τη θυμόμαστε, να τη μεταδίδουμε, να τη σεβόμαστε. Ιδιαίτερα σήμερα, σε μια εποχή που η λήθη απειλεί τις ρίζες μας, τέτοια έργα λειτουργούν ως γέφυρες ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα στις παλιότερες και τις νεότερες γενιές.
Θα ήθελα να κλείσω λέγοντας πως το βιβλίο αυτό δεν είναι μόνο για τους ιστορικούς ή τους φιλίστορες. Είναι για κάθε Χιώτισσα και Χιώτη που αγαπά τον τόπο του και θέλει να τον καταλάβει καλύτερα.
Είναι για όλους εμάς που, ακόμη κι αν δεν ζούμε πια στα χωριά ή στα σοκάκια της Χίου, φέρουμε μέσα μας την ιστορία της, την δική μας ιστορία που χάρη στον Γιάννη Τζούμα την ρουφούμε σταγόνα-σταγόνα. Είναι μια ιστορία που πρέπει να διαβάζουμε, να συζητάμε, να εκδίδουμε και να καταγράφουμε, ώστε η Χίος και όλη η Ελλάδα να μην ξεχάσει ποτέ τί έζησε, τι άντεξε και τι κέρδισε με θυσίες.
Σας ευχαριστώ!