Mια γιγαντοοθόνη εκπέμπει ροζ φως μέσα από τις πυκνές φυλλωσιές του πορτοκαλεώνα, προκαλώντας σύγχυση σε μυαλό και αισθήσεις. Εκεί όπου άλλοτε θα έβλεπες εργάτες να συλλέγουν τους καρπούς, εμφανίζεται ένα ψηφιακό οικοσύστημα, ενώ τριγύρω, διασκορπισμένα στην έκταση 30 στρεμμάτων του Κτήματος Καράβα, στέκουν γλυπτά και κεραμικά έργα, installations, ακόμα και μια κηποτεχνική αναδημιουργία. Είναι έργα 12 καλλιτεχνών οι οποίοι συμμετέχουν στην εικαστική έκθεση Κάποτε ήμασταν κήποι, την οποία διοργανώνει ο οργανισμός σύγχρονης τέχνης DΕΟ. Φέτος είναι η πέμπτη χρονιά, γίνεται στον Κάμπο και έχει ως θέμα τη φθορά.

Ο Άκης Κόκκινος, επιμελητής και ιδρυτής της DΕΟ, εξηγεί: «Έχει να κάνει με το πώς διαχειριζόμαστε τη φθορά – των ιδεών, του νου, του σώματος, των σχέσεων, του χώρου. Τα έργα συνδιαλέγονται μεταξύ τους, αλλά και με το καμπούσικο κτήμα, και πραγματεύονται παράλληλα την προσπάθεια για διατήρηση ή για μετασχηματισμό».

Ζωή, φθορά, διατήρηση, μετασχηματισμός είναι η διαχρονική διαπραγμάτευση αυτής της ιδιαίτερης περιοχής της Χίου, του Κάμπου, που απέχει ελάχιστα από την πόλη, αλλά μοιάζει σαν κράτος εν κράτει, το οποίο με τη σειρά του αποτελείται από μικρότερα κρατίδια: τα περίφημα καμπούσικα κτήματα.
Ένας τόπος προικισμένος, που κατάφερε να γεννήσει ξεχωριστή κουλτούρα, γράφοντας μία από τις ωραιότερες ιστορίες όχι μόνο της Χίου, αλλά και της Ελλάδας εν γένει, μπλέκοντας σε ένα γοητευτικό κουβάρι αγρότες, αστούς και εφοπλιστές, γη και τέχνη, φτώχεια και πλούτο, κάνοντάς τα να μοιάζουν όλα ισάξια. Μια περιοχή που εκπέμπει μυστήριο και ιδιωτικότητα.
Ψηλοί μαντρότοιχοι και σειρές από κυπαρίσσια έκρυβαν τον πλούτο: απίθανους κήπους, πηγάδια και στέρνες σε ένα θαυμαστό σύστημα άρδευσης, βοτσαλωτά δάπεδα, μαρμάρινες σκάλες, οικόσημα.

Με αφετηρία τους Γενουάτες, που πρώτοι έφεραν την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών στο νησί (ο Κάμπος θεωρείται το πρώτο μέρος στην Ελλάδα εν γένει όπου καλλιεργήθηκαν εσπεριδοειδή), αποτελούνταν διαχρονικά από τα κτήματα των πλούσιων εμπόρων, Γενουατών αρχικά, Χιωτών από την Τουρκοκρατία και έπειτα, οι οποίοι ταξίδευαν στον κόσμο. Η μεγάλη ακμή των εσπεριδοειδών, ωστόσο, ήρθε τον 19ο αιώνα. Τα κτήματα φρόντιζαν και καλλιεργούσαν οι ανεστάτες (και όχι επιστάτες, καθώς η αμοιβή των ανεστατών ήταν η διαμονή στο κτήμα και η εκμετάλλευση του καρπού).

Στρέμματα εσπεριδοειδών και αρχοντικά με τοξωτές αυλόπορτες, φτιαγμένα εξ ολοκλήρου από θυμιανούσικη πέτρα, τα οποία γυρνούν την πλάτη στους θεόστενους δρόμους, υπολογισμένους ώστε να χωράει ένα κάρο. Αν δεν υπήρχαν τα κάρα, θα ήταν ακόμα πιο στενοί – κάθε έξτρα δέντρο στο περιβόλι ήταν κέρδος. Ψηλοί μαντρότοιχοι και σειρές από κυπαρίσσια έκρυβαν τον πλούτο: απίθανους κήπους, μαγκανοπήγαδα-έργα τέχνης, πηγάδια και στέρνες σε ένα θαυμαστό σύστημα άρδευσης, βοτσαλωτά δάπεδα, μαρμάρινες σκάλες, οικόσημα μεγάλων οικογενειών, ζωγραφιστά ταβάνια και έπιπλα φερμένα από όλο τον κόσμο.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, τα πορτοκάλια του Κάμπου ισοδυναμούσαν με κοσμήματα: οι εργάτες, με ειδικά τσιμπίδια, έκοβαν συγκεκριμένο αριθμό φρούτων – αν έκοβαν παραπάνω, εκδιώχνονταν. Το ίδιο συνέβαινε και αν τα νύχια τους δεν ήταν φροντισμένα κατά τη συγκομιδή και τη συσκευασία, γιατί θα πλήγωναν τους καρπούς. Τα φρούτα τυλίγονταν ένα ένα σε χαρτί –άλλοτε μάλιστα σε χρυσοτυπίες–, στοιβάζονταν προσεκτικά σε ειδικά τελάρα και ταξίδευαν στα πέρατα του κόσμου σαν πολυτελή προϊόντα – λέγεται ότι στη Ρωσία χρειαζόταν ένα μεροκάματο για να αγοράσει κανείς ένα μόνο πορτοκάλι και ήταν το πιο πολύτιμο δώρο Χριστουγέννων από τους γονείς προς τα παιδιά. Το δε μανταρίνι, που κρατάει τα πρωτεία σήμερα, εισήχθη στη Χίο από την Κίνα το 1850, επειδή ήταν ανθεκτικό στο κρύο, μετά την περιβόητη «καύτρια» με τους -23 βαθμούς, η οποία έκαψε σχεδόν όλες τις πορτοκαλιές.
Οι εργάτες έκοβαν συγκεκριμένο αριθμό πορτοκαλιών – αν έκοβαν παραπάνω, εκδιώχνονταν. Το ίδιο συνέβαινε και αν τα νύχια τους δεν ήταν φροντισμένα, γιατί θα πλήγωναν τους καρπούς.

Η πράσινη αυτή «θάλασσα» των 14.000 στρεμμάτων έχει συρρικνωθεί σημαντικά στις μέρες μας, όπως και η καλλιέργεια, μετά τη διακοπή εξαγωγής των εσπεριδοειδών τη δεκαετία του 1980 με την Ενιαία Αγροτική Πολιτική. Σύμφωνα με το Υπουργείο Πολιτισμού, πάντως, υπάρχουν 200 κτήματα, ενώ υπολογίζεται ότι κατοικούνται περίπου 40 αρχοντικά, τα περισσότερα από τα οποία είναι χαρακτηρισμένα ως έργα τέχνης και νεότερα διατηρητέα μνημεία.

«Η νοοτροπία του τοίχου»
Η ανάγκη για ιδιωτικότητα διακρίνεται μέχρι σήμερα και είναι σαν να έχει εμποτίσει τους Καμπούσους. Μάλιστα στον Κάμπο δεν υπάρχει δημόσιος χώρος – ίσως είναι ο μοναδικός οικισμός της Ελλάδας χωρίς πλατεία, ενώ ακόμα και οι εκκλησίες ήταν ιδιωτικές. Αν οι Χιώτες είναι μία φορά εσωστρεφείς, οι Καμπούσοι είναι δέκα. «Επικρατεί η νοοτροπία του τοίχου. Εσωστρέφεια και ελιτισμός, χωρίς αυτό να υποστηρίζεται βέβαια, αφού δεν υπάρχει ο αλλοτινός πλούτος, παραμένει μόνο το σκηνικό», μου λέει ο Βαγγέλης Ξύδας, από τους τελευταίους ανεστάτες του Κάμπου, πάππου προς πάππου μάλιστα, και ψυχή του ξενώνα Περλέας, τον οποίο δημιούργησε το 1992 στο Κτήμα Τζιράδικο, δίνοντας πρόσβαση στον κόσμο στα ενδότερα των κτημάτων.
Στον Κάμπο υπάρχουν 200 κτήματα, ενώ υπολογίζεται ότι κατοικούνται περίπου 40 αρχοντικά, τα περισσότερα από τα οποία είναι χαρακτηρισμένα ως έργα τέχνης και νεότερα διατηρητέα μνημεία.

Η μητέρα του Ιωάννα ήταν εκείνη που λειτούργησε πρώτη φορά ξενώνα στον Κάμπο, το Περιβόλι, το 1982, εντός του Κτήματος Λυκιαρδόπουλου (ή Καράλη). Στον ίδιο χώρο λειτουργεί σήμερα το υπέροχο Μουσείο Εσπεριδοειδών, το οποίο ίδρυσε ο Βαγγέλης Ξύδας με τον Γιώργο Πλακωτάρη και το Ίδρυμα John S. Fafalios, που χρηματοδοτεί εν γένει πολιτιστικές δράσεις στο νησί.

Οι ίδιοι υπήρξαν ιδρυτές της γνωστής εταιρείας Citrus, η οποία από το 2008 έως το 2020 έδρευε στο κτήμα (και έχει μεταφέρει πια τις δραστηριότητές της στην Αθήνα υπό τον Στάμο Φαφαλιό), κάνοντας διάσημα στην Ελλάδα τα καμπούσικα «μαντερινοπορτόκαλα» (παράλληλα με το εργοστάσιο Κάμπος Χίου). Τη θέση της έχει πάρει σήμερα το Περιβόλι, το οποίο συνεχίζει να παράγει εκλεκτά γλυκά και μαρμελάδες υπό τις οδηγίες της Κλαίρης Τσιτσοπούλου, όπως και πριν, ενώ στον κήπο λειτουργεί και το ομώνυμο καφέ. Όλα στα χέρια του νεαρού Οδυσσέα Ξύδα αποτελούν έναν σπάνιο, για τον Κάμπο, εξωστρεφή χώρο. «Εγώ τον Κάμπο τον λέω “κοιμώμενο γίγαντα”. Τον θεωρώ ένα ακατέργαστο διαμάντι, αλλά η νοοτροπία στη Χίο δεν είναι αυτή που θα έπρεπε. Δεν μπορεί το μανταρίνι Χίου να ανταγωνιστεί ένα αντίστοιχο προϊόν του σούπερ μάρκετ.
Ο Κάμπος είναι άλλο πράγμα, οι καρποί δουλεύονται ένας ένας στο χέρι, οπότε το κόστος ανεβαίνει μεν, αλλά το προϊόν είναι αξεπέραστο. Για μένα έχουν μέλλον και η καλλιέργεια και η μεταποίηση, αλλά χρειάζεται δουλειά, όραμα και σωστό μάρκετινγκ. Για να μη μιλήσω για τη διέξοδο προς τον αγροτουρισμό, ο οποίος θα μπορούσε να ακμάζει τον χειμώνα», λέει ο ίδιος, ο οποίος πράγματι στήνει το μέλλον του στον Κάμπο με όρεξη και όραμα.

Ομοίως και η νεαρή Αννέζα Κλούβα, η οποία μεγάλωσε μέσα στα περιβόλια του πατέρα της και μετά τις σπουδές στα οικονομικά αποφάσισε να αναλάβει τις βιολογικές καλλιέργειες. Για εκείνη το μέλλον της περιοχής προϋποθέτει την καλλιέργεια – χωρίς αυτήν Κάμπος δεν υπάρχει. Μάλιστα, μόνη της πέτυχε συνεργασίες με μεγάλα σούπερ μάρκετ της Ελλάδας εκμεταλλευόμενη και την ΠΓΕ του μανταρινιού, την οποία τονίζει ότι πρέπει να αποκτήσει και το πορτοκάλι, το οποίο είναι παραγκωνισμένο λόγω κουκουτσιού.
Αρχιτεκτονικός πλούτος

Ένα από τα ιστορικότερα αρχοντικά του Κάμπου είναι το Αντουάνικο, το οποίο μάλιστα απέσπασε για την αποκατάστασή του το βραβείο Europa Nostra το 2015, χάρη στις υποδειγματικές επεμβάσεις των αρχιτεκτόνων Μανώλη Βουρνού και Κατερίνας Μανωλιάδη. Χτισμένο το 1893 από τον Δημήτριο Τέττερη (Αντουάνος ήταν ο γιος του), με αρκετά διατηρημένα τμήματά του όμως να είναι παλαιότερα, όπως η στέρνα με τους αρχικούς πεσσούς, οι στάβλοι και τμήμα του ισογείου, πέρασε στα χέρια της οικογένειας Προκοπίου και αμέσως δρομολογήθηκε η αποκατάστασή του με στόχο να επαναλειτουργήσει ολόκληρο, μαζί με το περιβόλι του. Χαρακτηριστικό σπίτι παραθερισμού, φαίνεται ξεκάθαρα στην αρχιτεκτονική του ότι, κατά την κατασκευή του, προτεραιότητα ήταν η ευζωία και όχι η καλλιέργεια. Παρ’ όλα αυτά «η καρδιά του κτήματος είναι το μαγκανοπήγαδο· αν δεν υπήρχε, δεν θα υπήρχε τίποτα εδώ. Το πότισμα γίνεται με τον ίδιο τρόπο, προφανώς με μοτέρ, όχι με ζώα πια», μας λέει ο αρχιτέκτονας, ο οποίος εξηγεί πως βασικό μέλημα ήταν ο σεβασμός στα αυθεντικά στοιχεία του Κάμπου, οπότε οι άνθρωποι προσαρμόστηκαν στις ανάγκες του σπιτιού. «Όπου χρειάστηκε, κάναμε δραστική αποκατάσταση, αλλού ίσα που ακουμπήσαμε όμως, όπως στα πατώματα ή στα ζωγραφιστά ταβάνια. Το επίχρισμα είναι αυθεντικό, η αρχική στέγη επισκευασμένη και οι ηλεκτρικές εγκαταστάσεις σύγχρονες, αλλά κρυμμένες, ώστε να μην αλλοιώσουν τη φυσιογνωμία», εξηγεί και μας ενημερώνει ότι η ιδιωτική οικία της οικογένειας Προκοπίου ανοίγει για επισκέψεις τρεις φορές κάθε καλοκαίρι.

Εξίσου διάσημο είναι το Αργέντικο, το οποίο ίδρυσε μία από τις ιστορικότερες οικογένειες του Κάμπου. Με έκταση 28 στρέμματα, οι βόλτες στους κήπους του μοιάζουν να μην έχουν τέλος, άλλοτε σε διαδρόμους φαρδείς που προορίζονταν για τους ευγενείς, άλλοτε σε στενούς για το προσωπικό, καθώς δεν έπρεπε να διασταυρωθούν έστω και κατά λάθος. Εμβλήματα και μνημεία, στέρνες και σιντριβάνια, μπουκαμβίλιες, χαμάμ, πυργούσικα ξυστά, αμέτρητα ζηλευτά σημεία ξεκούρασης, αλλά και αρκετά κτίρια τα οποία στέγαζαν έως το 2020 τον ξενώνα της οικογένειας Χρηστάκη. Από πέρυσι, στα χέρια της οικογένειας Τομάζου λειτουργεί ως εξοχική κατοικία αλλά και ως χώρος εκδηλώσεων, ενώ αναμένεται η επαναλειτουργία του ως ξενώνα, όπως μας ενημερώνει ο επιστάτης Γιώργος Γιαννούμης, ο οποίος μας ξεναγεί έμπλεος θαυμασμού και αγάπης για το κτήμα στο οποίο εργάζεται δεκαέξι χρόνια – αυτή η αγάπη των επιστατών και των ανεστατών είναι αξιοσημείωτη.
Οι βόλτες στους κήπους του Αργέντικου μοιάζουν να μην έχουν τέλος, άλλοτε σε διαδρόμους φαρδείς που προορίζονταν για τους ευγενείς, άλλοτε σε στενούς για το προσωπικό, καθώς δεν έπρεπε να διασταυρωθούν έστω και κατά λάθος.

Ελάχιστοι είναι οι Καμπούσοι ιδιοκτήτες, αφού τα κτήματα και τα αρχοντικά φορολογούνται και έχουν υψηλό κόστος συντήρησης, με αποτέλεσμα να περνούν σε χέρια εφοπλιστών, γεγονός συμβατό με την ιστορία του τόπου, αν σκεφτεί κανείς ότι ανέκαθεν οι ισχυροί κατείχαν τις ιδιοκτησίες στον Κάμπο.

Η Δήμητρα Απέσσου είναι ιδιοκτήτρια και έχει φτιάξει στο κτήμα της μια πολυμορφική και πλήρως αυτόνομη κατάσταση, αφού διατηρεί ζώα και μποστανικά, όπως παλιά, σπίτι, τον ξενώνα Αστρακιά και φυσικά το παραγωγικό περιβόλι. Μας κερνάει μια μυρωδάτη σπιτική μανταρινάδα, την οποία σερβίρει στο πρωινό της, και μας μιλάει για τους γονείς της που γεννήθηκαν στην Αίγυπτο, για το κτήμα που αγόρασε ο παππούς της το 1920, για τον πύργο που είχε επιβιώσει από τους Γενοβέζους και έπεσε στον μεγάλο σεισμό.
Όρεξη να έχεις να μαθαίνεις, αλλά και να βλέπεις, να ακούς και να μυρίζεις: τα πουλιά και τα βατράχια, την ντοπιολαλιά των Καμπούσων, τη μοσχοβολιά του αγιοκλήματος και του γιασεμιού.

Με όλες τις αισθήσεις
Αμέτρητες ιστορίες μάς λέει και η Μαργαρίτα Μαρτάκη, πρόεδρος του Φιλοπρόοδου Ομίλου Κάμπου (Φ.Ο.Κ.), όπως ότι το μάζεμα του μανταρινιού έπρεπε να έχει τελειώσει πριν ακουστεί το τουμπί (όργανο για τα κάλαντα). Μας περιγράφει ακόμη ονειρικές βεγγέρες και εξορμήσεις για κυνήγι μέσα στα χωράφια. Δεν χορταίνουμε να την ακούμε. Θυμάται ονόματα παλαιών ιδιοκτητών, που για τους ντόπιους έχουν τεράστια σημασία (τα κτήματα έχουν αλλάξει πολλά χέρια), και ανεστατών. Μιλάει για τις ελιές που φυτεύονταν περιμετρικά, ώστε να κόβουν τον αέρα και την αλμύρα, για τις πανέμορφες κουκουναριές που σπάνε με τις ρίζες τους τα βοτσαλωτά, για τις μικρότερες πύλες που οδηγούν από την αυλή στο περιβόλι, διαχωρίζοντας τις χρήσεις.
Όρεξη να έχεις να μαθαίνεις, αλλά και να βλέπεις, να ακούς και να μυρίζεις: τα πουλιά που σε ξυπνούν το πρωί, τα βατράχια, την ντοπιολαλιά των Καμπούσων και την ελαφριά ειρωνεία στον λόγο τους. Τις ομάδες επισκεπτών που άρχισαν να έρχονται στον Κάμπο με συνοδεία τον Φ.O.K. ή την εταιρεία Chios Paths, δίνοντας πρόσβαση σε ιστορικά κτίρια. Τα καμπαναριά-έργα τέχνης, τα αρχοντικά όπως το Ρίζικο που ανοίγουν τις πόρτες τους σε δρώμενα, κι άλλα που καταρρέουν. Τις θείες που μαζεύονται στον Φ.Ο.Κ. και φτιάχνουν τα εργόχειρά τους, τα οποία θα εκθέσουν χαρούμενες μέσα στο καλοκαίρι. Το σχολείο που εκτελεί χρέη πλατείας και φιλοξενεί παιδιά μεταναστών για απασχόληση. Τα νούφαρα που ανθίζουν ως καλλωπιστικά στις στέρνες, τη μοσχοβολιά του αγιοκλήματος, του γιασεμιού, της τσικουδιάς (είδος χιώτικης φιστικιάς) και της φλαμουριάς. Ένα αμάλγαμα αισθήσεων, που εκτιμούν εξίσου επισκέπτες και ντόπιοι. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο κ. Ξύδας, «όλοι επισκέπτες είμαστε, εκτός από τους κορμούς των δέντρων. Κάποιοι είναι 400 χρόνων, τους θυμάμαι ίδιους από όταν ήμουν παιδί. Τους κοιτούσα με δέος και μου έλεγε ο πατέρας μου: “Άκουσες τι σου είπε το κτήμα, Βαγγελάκη; Καλώς τον μουσαφίρη”».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 13ο τεύχος της έκδοσης «Οι Τόποι μας-Χίος», Ιούλιος 2025.