[DISPLAY_ULTIMATE_SOCIAL_ICONS]
[masterslider id=”52″]
[masterslider id=”48″]
Νέα Τρίτη: Επέτειος των Σφαγών
στην Ι.Μ. Αγίου Μηνά Χίου
Η καταστροφή της Χίου, υπήρξε αναµφίβολα µία από τις µεγαλύτερες «συµφορές» της Ελληνικής Επανάστασης. Η άλλοτε “λιπαρωτάτη Χίος”, το πιο πλούσιο νησί του Αιγαίου Πελάγους, κυριολεκτικά αφανίστηκε. Το νησί με τους 117.000 χριστιανούς κατοίκους, χάρη στα ειδικά προνόμια, που παρείχαν πλούσια εμπορική δραστηριότητα και πολλές ελευθερίες, διαθέτει εκτός από την περίφημη «Σχολή της Χίου», Βιβλιοθήκη, Νοσοκομείο, Λωβοκομείο, Λοιμοκαθαρτήριο. «Ηθρησκευτική ελευθερία την οποία απολαμβάνει η Χίος, δεν είναι λιγότερο μεγάλη της αστικής ελευθερίας. Ουδείς των λαών των υποταγμένων στους Τούρκους κατέχει τόση ανεξαρτησία, τόσα
προνόμια…».
Οι προ του 1822 Χιώτες αστοί έμποροι και βιοτέχνες με τον στόλο τους, το εμπορικό τους δαιμόνιο και τη διπλωματία τους κυριαρχούν στη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο και τη Μεσόγειο και κρατούν τα οικονομικά σκήπτρα στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της τότε εποχής, Κων/πολη, Σμύρνη, Μασσαλία, Λιβόρνο, Τεργέστη, Άμστερνταμ, Μάλτα, Αλεξάνδρεια, Οδησσός, Βιέννη, Βουκουρέστι. Όμως, όταν το Σάββατο 11 Μαρτίου 1822 φτάνει στο Κοντάρι της Χίου ο Σαμιώτης Λυκούργος Λογοθέτης με το Χιώτη Μπουρνιά και μέχρι το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, όλη αυτή η ομορφιά και ο πλούτος αφανίζονται από τις λεηλασίες, τους εμπρησμούς, τις δηώσεις και τις σφαγές. Το νησί της μαστίχας και των λεμονανθών μετατρέπεται σε σωρό ερειπίων. «Ήταν κρίμα», γράφει ο Καστάνης, «να βλέπεις μια κοινωνία τόσων χιλιάδων ακμαζόντων ψυχών να κινδυνεύει από διακοσίους τολμητίας». «Αυτή η τρομερή φάρσα», συνεχίζει, «επρόκειτο να δώσει τόπον εις μίαν τραγωδίαν, η οποία εξέθεσε τις αιματηρότερες σκηνές του αιώνος, ενώπιον της Χριστιανοσύνης. Η κοινωνία και η δημοσία τάξις διελύθησαν».
Από τους 117000 χριστιανούς κατοίκους νησιού ελάχιστοι γλίτωσαν, αφού ο απολογισμός της βαρβαρότητας ήταν: 42.000 σφαγιασθέντες – 21.000 ψυχές φυγάδες – 52.000 αιχμάλωτοι, στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, και μόλις 1.800-2.000 οιεναπομείναντες στο νησί.
Την 10η Μαΐου του 1822, ο τότε πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνιγκ, απευθυνόµενος στον Υπουργό Εξωτερικών της χώρας του και περιγράφοντας τα γεγονότα της
καταστροφής της Χίου, σηµείωνε: «Ουδέποτε η φρίκη του πολιτικού σπαραγµού υπήρξε τροµερωτέρα όσον εν Χίω.
Η µανία των Τουρκικών στρατευµάτων ήτο ακράτητος, το δε µεγαλύτερον τµήµα της τερπνής ταύτης νήσου, µεθ’ όλων των ακµαζόντων σπουδαίων καθιδρυµάτων της µετεβλήθη εις σκηνήν της τροµακτικωτέρας ερηµώσεως. …» Ένας άλλος επιφανής Χίος, ο Ανδρέας Μάμουκας περιγράφει στο «Χιακόν Αρχείον» τα των σφαγών αναφέροντας, «… Μέσα στο φρούριο, η μοχθηρή Υψηλότης, ο Βαχήτ πασάς, περίμενε την επιστροφή
των συμμοριών των επιδρομέων. Οι αξιωματικοί του τήρησαν την αυστηρή διαδικασία, να διαβιβάσουν στον σουλτάνο δείγματα της καταστρεπτικής τους φιλοπονίας. Δίδεται γενναία επιχορήγηση για τα κεφάλια που θα έκοβαν ….. . Μάλιστα για να προλάβουν την απάτη, έκοβαν τα αυτιά από τα κεφάλια και κατόπιν τα τοποθετούσαν σε βαρέλια και τα έστελναν στον σουλτάνο ως απόδειξη της υποταγής τους ή ως δελτία της επιτυχίας τους. ….. Των Εβραίων των πρό χρόνων ευρισκομένων επάνω εις τήν Χίον η μανία ήτο απερίγραπτος…. και μάλιστα κατά του Ίερού Μητροπολίτου ηύχοντο να τοις παραδοθή από την διοίκησιν ζωντανός, διά να τον μεταχειρισθούν καθώς ήθελον εκείνοι…. …».
O Γάλλος ιστορικός και περιηγητής Πουκεβίλ απαθανατίζει τις παρακάτω σκηνές των Σφαγών: « …. Γυναίκες σύρονται από τα μαλλιά και βιάζονται εν μέσω νεκρών και θνησκόντων. Δερβίσες οινοβαρείς χορεύουν γύρω από τους σωρούς των πτωμάτων. Στρατιώτες συγκεντρωμένοι γύρω από την πυρά ασχολούνται άλλοι εις το να
στήνουν πυραμίδες κεφαλών, στην κορυφή των οποίων μπήγουν τις σημαίες τους, και άλλοι εις το να κατασκευάζουν αρμαθιές από αυτιά,για να στολίσουν τις πρύμνες των οθωμανικών πλοίων. Οι δε εμίρηδες
πετούν εις το αίμα και το βόρβορο των ρυακίων τις εικόνες του Χριστού και τα λείψανα των αγίων, βλαστημώντας τα μυστήρια του Σταυρού και τη θεότητα του Σωτήρος».
Στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης εκτυλίσσεται το «μέγα» δράμα των αιχμαλώτων. Εκεί οδηγούνται ορδές κυρίως νέων ανθρώπων που αλυσοδεμένοι θα περάσουν τις πύλες της κολάσεως. Λόγω του τεράστιου αριθμού τους, όποιος Τούρκος ήθελε μπορούσε να αγοράσει ως σκλάβο κάποιον νέο από τη
Χίο για μόλις 30 γρόσια, ενώ πολλοί θανατώθηκαν άμεσα από εκείνους που κατέβαλαν το ποσό, καθώς με αυτόν τον τρόπο θεωρούσαν πως θα πήγαιναν στον παράδεισο.
Οι αναφορές των ξένων πρεσβευτών για το θέαμα που αντίκριζαν στην Κωνσταντινούπολη συντάραξαν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ώστε ακόμη και ο Τύπος χωρών, όπως η Αυστρία, που από την πρώτη στιγμή ήταν ενάντια στην ελληνική επανάσταση, να κάνει λόγω για θηριωδίες και καταστροφές.
Ο Άγγλος ιερωμένος Ρίτσαρντ Γουόλς που ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ως μέλος της πρεσβείας της χώρας του, έγραψε σε μία συγκλονιστική επιστολή του: «Περίπου 41000 τεσκερέδες, πιστοποιητικά ιδιοκτησίας σκλάβου, εδόθησαν δια Χιώτας σκλάβους κομισθέντας εις Κωνσταντινούπολιν. Συνήθως, οι σκλάβοι εξετίθεντο προς πώλησιν εις το Παζάρ…. Αλλ΄ οι Χιώτες ήσαν πολυάριθμοι, ώστε να μη χωρούν και η πώλησίς των εγένετο εις το μέσον των δρόμων…..
Εκεί αγόρια και κορίτσια 12-14 ετών επωλούντο, όπως τα πρόβατα εις μίαν εμποροπανήγυριν…. Αυτήν την αξιοθρήνητον εικόνα ανθρωπίνης δυστυχίας, την οποίαν είδον, μου είναι αδύνατον να την περιγράψω…»
Για τους διαφυγόντας τη Σφαγή ο Λουκάς Ράλλης, ένας από τους πλέον επιφανείς Χίους που εγκαταστάθηκαν στη Σύρο µετά την καταστροφή της πατρίδας, αναλογιζόμενος καταγράφει «… Μετά την καταστροφήν της νήσου, ο διαφυγών τον ανδραποδισµόν και την µάχαιραν λαός, κατέφυγεν εις τα διάφορα µέρη της ελεύθερης Ελλάδος και πολύ µικρόν µέρος εις την χριστιανικήν Ευρώπην.»
Πράγματι οι Χίοι πρόσφυγες κατέφυγαν αρχικά στα γειτονικά νησιά του Αιγαίου Πελάγους και κυρίως στη Σύρο, στην Τήνο, τη Μύκονο, την Κέα και την Άνδρο. Άλλοι από αυτούς µμεταφέρθηκαν στα Ψαρά, αλλά και σε µέρη της Ηπειρωτικής Ελλάδας, όπως η Πελοπόννησος και ο Πειραιάς. Επίσης οι πλέον εύποροι εξ αυτών επέλεξαν ως τόπο εγκατάστασής τους τα Επτάνησα, αλλά και χώρες της δυτικής Ευρώπης όπου υπήρχαν ακµάζουσες παροικίες Χίων εµπόρων.
Η χθεσινή ημέρα (Τρίτη της Διακανησίμου στον Άγιο Μηνά) δεν είναι μόνο μία εορταστική επέτειος. Είναι η ημέρα εκείνη που μας υποχρεώνει να ξαναθυμηθούμε την ιστορική μας κληρονομιά, τις εθνικές μας υποθήκες και το ιερό χρέος όλων μας. Λένε, πως οι μεγάλες χαρές και οι μεγάλες λύπες, οι μεγάλες νίκες και οι μεγάλες
συμφορές, είναι στενά δεμένες με τη ζωή των μεγάλων λαών. Και ξεχωριστός κλήρος αυτού του μεγαλείου ανήκει στο δικό μας τόπο, την αιματοβαμμένη Χίο και ιδιαιτέρως στα θύματα των Σφαγών, που τόλμησαν το ατόλμητο, για να παραδοθούν στην αγκαλιά της άφθαρτης αιωνιότητας και να φωτίσουν το χιακό μαρτυρολογικό ορίζοντα με τον ακατάλυτο ηρωισμό τους.
Υποκλινόμαστε μπροστά τους, γιατί σε μια εποχή που αποστρέφεται το παρελθόν, αλλά αγαπάει τους «μύθους», σε μια εποχή που δε θέλει το δύσκολο και το υψηλό, αλλά κυνηγά το επιφανειακό και ανώφελο, σε μια εποχή που λατρεύει την άνεση και μισεί τον «ανήφορο», σε μια εποχή πεζή και στεγνή από ιδανικά, η σημασία ενός γεγονότος, όπως οι Σφαγές της Χίου, που το ύψος του το κάνει να φαίνεται απίστευτο, είναι πραγματική άσκηση υπέρβασης και αρετής.
Κ. ΜΕΡΟΥΣΗΣ
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
Πρόεδρος του Ε.Σ της Δ.Κ.Ι.Β.Χίου «Κοραής»
[masterslider id=”28″]
[masterslider id=”8″]
[masterslider id=”12″]